Κηρύγματα Κυριακών εκ της Ιεράς Μητροπόλεως


 Κυριακή της Τυρινής
 
«τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγώνα».
 


Σήμερα Κυριακή της Τυρινής και από αύριο αρχίζει η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η οποία καθώς προηγείται της Μεγάλης Εβδομάδος, μας προετοιμάζει να ζήσουμε κατά το δυνατόν καλύτερα τα άγια Πάθη και την ζωηφόρο Ανάσταση , μας βοηθά να συμμετάσχουμε και εμείς στον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού.
Πώς όμως θα πρέπει να περάσουμε την περίοδο αυτή μας το λέει το σημερινό Ευαγγέλιο. Μας υποδεικνύει α) να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλο· «εάν δεν συγχωρέσετε τους ανθρώπους για τα παραπώματά τους, ούτε και ο (ουράνιος) πατέρας θα συγχωρέσει εσάς για τα δικά σας παραπτώματα  β) να νηστεύσουμε και γ) να θησαυρίσουμε όχι επί της γης αλλά «θησαυρούς ἐν οὐ­ρανῷ».
Σπουδαία και μεγάλα και τα τρία θέματα. Ας περιοριστούμε σήμερα και ας δούμε κάπως καλύτερα το θέμα της νηστείας.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, τους πρωτοπλάστους, «κατ’ εἰκόνα» δική του, για να φθάσουν στο «καθ’ ομοίωσιν». Δηλαδή τους έδωσε τις προϋποθέσεις, τη δυνατότητα να προχωρήσουν σταδιακά και να τελειοποιηθούν, να γίνουν όμοιοι με αυτόν κατά την αφθαρσία, δηλαδή να ζουν χωρίς αρρώστια και θάνατο, και όμοιοι με αυτόν κατά την αρετή. Και αυτή η ωρίμανση θα γινόταν με άσκηση, με την τήρηση μιας εντολής. Η εντολή δε αυτή ήταν να κάνουν μια μικρή νηστεία. «Από κάθε δένδρο που είναι στον παράδεισο μπορείτε να φάτε. Από το δένδρο όμως της γνώσεως του καλού και του κακού δεν πρέπει να φάτε». Και τους προειδοποίησε· «τη μέρα που θα φάτε από αυτό θα πεθάνετε». Με την τήρηση δε της εντολής αυτής θα καλλιεργούσαν και θα έδειχναν την υπακοή που έχει μέσα της την ταπείνωση και την αγάπη.
Ο διάβολος όμως που είχε ήδη ξεπέσει από υπερηφάνεια, το δηλητήριο αυτό της υπερηφάνειας το πρόσφερε στην Εύα. «Όχι της είπε, αν φάτε δε θα πεθάνετε αλλά θα γίνετε «ως θεοί»». Έτσι παρασύρθηκαν οι πρωτόπλαστοι και έφαγαν και με το να μη νηστέψουν έχασαν τον παράδεισο, απέκτησαν την φθορά και οδηγήθηκαν στο θάνατο. Και για να τον ξανακερδίσουν και να ζήσουν, πρέπει να βαδίσουν τον αντίθετο δρόμο, δηλαδή χρειάζεται να νηστεύσουν.
Αυτό έκανε ο Χριστός, και νήστεψε σαράντα μέρες στην έρημο· όχι γιατί το χρειαζόταν αλλά για χάρη μας, για να κατανικήσει το διάβολο. Αυτό έκαναν και οι άγιοι Απόστολοι και καθόρισαν τη νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής με τον  69ο κανόνα τους, ο οποίος λέει ότι κάθε κληρικός που δεν νηστεύει την Μ. Τεσσαρακοστή καθώς και τις Τετάρτες και Παρασκευές, χωρίς να έχει λόγο υγείας, να καθαιρείται, αν δε είναι λαϊκός να αφορίζεται.
Είναι λοιπόν απαραίτητη η νηστεία για τον κάθε χριστιανό. Πώς όμως θα μπορέσουμε καλύτερα και επωφελέστερα να την μετέλθουμε; Να μερικά που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν.
Πρωτίστως να μη τη βλέπουμε ως αγγαρεία αλλά ως φάρμακο για τη θεραπεία της ψυχής μας. Η ψυχή μας είναι άρρωστη και η αρρώστιά της είναι η φιλαυτία, μορφές της οποίας είναι η φιληδονία και η γαστριμαργία, δηλαδή το να τρώμε για να ευχαριστηθούμε. Ο πνευματικός άνθρωπος τρώει από ανάγκη· τρώει μόνο ότι είναι απαραίτητο και μόνο όσο χρειάζεται για να ζήσει. Και ακριβώς ο σκοπός της νηστείας δεν είναι απλώς το να στερηθούμε κάποιες τροφές αλλά το να ξεκολλήσει η ψυχή μας από τα ευχάριστα φαγητά και ελεύθερη να στραφεί προς τον Θεό και να ενωθεί με αυτόν. Δύσκολη η θεραπεία και ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος προτείνει ένα τέχνασμα. Να νηστέψουμε πρωτίστως από τα λιπαρά, μετά από τα ερεθιστικά και έπειτα από τα εύγεστα.
Ακόμη για να έχει πνευματική αξία η νηστεία μας πρέπει να στηρίζεται στην πίστη. Η νηστεία της Εκκλησίας αν και έχει ευεργετικά αποτελέσματα και στη σωματική υγεία, όμως ο σκοπός της είναι καθαρά πνευματικός. Δεν γίνεται ούτε για λόγους υγείας, ούτε για να χάσουμε κιλά ούτε για διαμόρφωση «σιλουέτας». Αιτία και σκοπός της νηστείας είναι ο Χριστός.
Επί πλέον η νηστεία ως εγκράτεια, για να έχει αποτελέσματα πρέπει να είναι γενική, ολοκληρωμένη. Δηλαδή να μη περιορίζεται στην κοιλιά αλλά να επεκτείνεται και στην όραση και στην ακοή και γενικά σε όλες τις αισθήσεις. Τι όφελος αν κλείνω την πόρτα στον εχθρό αφήνω όμως ανοικτά τα παράθυρα; «Αυτός που περιορίζει την νηστεία μόνο στην αποχή των φαγητών, μας λέει ο άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος, αυτός είναι που περισσότερο την ατιμάζει… Ας μη νηστεύει μόνο το στόμα αλλά και τα μάτια και η ακοή και τα πόδια και τα χέρια και όλα τα μέλη του σώματος». Και ακόμη πιο πολύ, η νηστεία να μη περιορίζεται στις αισθήσεις αλλά να επεκτείνεται και να είναι αποχή από κάθε είδος αμαρτίας. «Αληθινή νηστεία, τονίζει ο Μ. Βασίλειος, είναι η αποξένωση από το κακό· η εγκράτεια της γλώσσας, η αποχή από το θυμό, ο χωρισμός από τις (κακές)επιθυμίες, από την καταλαλιά, το ψέμα, την επιορκία. Η στέρηση αυτών είναι αληθινή νηστεία». Και πράγματι τι πνευματικό όφελος θα έχω αν δεν τρώω κάποιες τροφές τρώγω όμως το δίκιο ή την υπόληψη του άλλου;
Τέλος, η νηστεία που είναι κάτι το αρνητικό, μια στέρηση, καλό είναι να συνοδεύεται και με θετικές αρετές όπως είναι η προσευχή και η ελεημοσύνη. «Νηστεύεις; Δείξε το μου, με αυτά τα έργα, λέει και πάλι ο χρυσορρήμων άγιος. Ποια έργα; Αν δεις πτωχό ελέησέ τον· αν δεις εχθρό συμφιλιώσου μαζί του· αν δεις φίλο που προκόβει μη τον βασκάνεις…».
Αλλά πάνω από όλα, ως επιστέγασμα, χρειάζεται η ταπείνωση. Αν κάθε καλό έργο κινδυνεύει από την υπερηφάνεια, είναι προφανές ότι και η νηστεία για να μας ωφελήσει, οι κόποι της να μη πάνε χαμένοι, οι καρποί της να διατηρηθούν, χρειάζεται η ασφάλεια της ταπεινώσεως. Γι' αυτό και ο Κύριος συμβουλεύει· «Όταν νηστεύετε μη γίνεστε σκυθρωποί όπως οι υποκριτές παραμορφώνουν το πρόσωπό τους για να δείξουν στους ανθρώπους ότι νηστεύουν. Σας βεβαιώνω ότι έτσι έχουν πάρει ήδη το μισθό τους, δηλαδή τους επαίνους των ανθρώπων. Εσύ αντίθετα, όταν νηστεύεις περιποιήσου τα μαλλιά και νίψε το πρόσωπό σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου που είναι παντού. Και ο Πατέρας σου  που βλέπει και τα κρυπτά, θα σου αποδώσει στα φανερά την αμοιβή σου».
Αυτή την αμοιβή είθε και εμείς να επιτύχουμε «ἀναζωσάμενοι, με πολλή ταπείνωση και πολλές υπομονές, τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγώνα», με τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας μας και όλων των Αγίων. Αμήν.


  Κυριακή του τυφλού (της Ιερουσαλήμ)

«νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ιω 9,41).



Με το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης μας μίλησε για το θαύμα της θεραπείας ενός εκ γενετής τυφλού, του τυφλού της Ιερουσαλήμ.  Πως δηλαδή ο Κύριος έκανε με το πτύσμα του πηλό και με αυτόν επέχρισε τα μάτια του, κατόπιν του είπε να πάει στην κολυμβήθρα, τη δεξαμενή του Σιλωάμ, να νιφτεί και ότι με το νίψιμο έγινε εντελώς καλά.
Κατ’ αρχάς ας τονίσουμε το μέγεθος, το μοναδικό του θαύματος. Καθώς σχολίασε ο θεραπευμένος τυφλός, από τότε που έγινε ο κόσμος ποτέ άλλη φορά δεν ακούστηκε να ανοίξει κάποιος τα μάτια ενός από τη γέννησή του τυφλού. Οι βολβοί των ματιών μερικώς ή ολικώς έλλειπαν. Και ο Κύριος με τον πηλό δημιούργησε στις κόγχες ότι έλλειπε, πράγμα που, καθώς λέγουν οι άγιοι Πατέρες, διδάσκει ότι αυτός ο Χριστός είναι που κατ’ αρχάς έπλασε από χώμα το σώμα του Αδάμ. Αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού είναι ο δημιουργός του κόσμου.
Στη συνέχεια, παρακάτω, μας διηγήθηκε ο ιερός Ευαγγελιστής το πώς είδαν το θαύμα αυτό οι διάφοροι, και τι στάση πήραν απέναντι σε αυτόν που έκανε το θαύμα, δηλαδή απέναντι στο Χριστό· ιδιαίτερα δε, τι αποτέλεσμα είχε το θαύμα στην ψυχή του πρώην τυφλού και στις ψυχές των Φαρισαίων. Και ο τυφλός μεν πίστεψε ότι ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού, δηλαδή ο Μεσσίας Χριστός και τον προσκύνησε, οι Φαρισαίοι δε είπαν ότι ήταν αμαρτωλός και τον απέρριψαν. Ο Κύριος σχολιάζοντας αυτή τη στάση των Φαρισαίων και του τυφλού είπε· «Εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον͵ ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσιν καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται». Δηλαδή οι Φαρισαίοι επειδή απλώς ασχολούνταν με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης είχαν την εντύπωση ότι έβλεπαν, ότι αυτοί ήξεραν, δηλαδή είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, είχαν υπερηφάνεια και γι’ αυτό τελικά δεν είδαν και δεν αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία, τον σωτήρα Χριστό, ενώ ο πρώην τυφλός που ήταν ταπεινός, δεν είχε ιδέα για τον εαυτό του, όχι μόνο μπόρεσε να θεραπευθεί σωματικώς αλλά αξιώθηκε να θεραπευθεί και πνευματικώς, καθόσον αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού τον σωτήρα και Λυτρωτή και έτσι τον προσκύνησε. Και παρακάτω ο Κύριος είπε, απευθυνόμενος προς τους Φαρισαίους, «Εἰ τυφλοὶ ἦτε͵ οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν», αν ήσασταν τυφλοί, εάν από άγνοια δε με δεχόσασταν, η αμαρτία σας θα ήταν συγγνωστή. Εάν θεωρούσατε τους εαυτούς σας τυφλούς θα προστρέχατε και σεις στον ιατρό και δεν θα είχατε αμαρτία, διότι ήλθα να άρω, να θεραπεύσω την αμαρτία. «Νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ ἁμαρτία ὑμῶν μένει». Τώρα όμως λέτε ότι βλέπετε, γι’ αυτό δεν ζητάτε τον γιατρό και η αμαρτία σας, η τύφλωσή σας παραμένει».
Αλλά αυτό που συνέβαινε τότε εξακολουθεί και μέχρι σήμερα να συμβαίνει. Υπάρχουν πολλοί που κάνουν τον έξυπνο, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, που νομίζουν ότι δεν υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που μπορεί να πιάσει το μυαλό τους, δεν δέχονται, δεν αναγνωρίζουν τον Χριστό ως Θεό και έτσι μένουν μακριά από αυτόν, μακριά από την Εκκλησία και την σωτηρία που δίνει ο Χριστός και έτσι παραμένουν στην αμαρτωλή τους κατάσταση.
Αλλά ας μην πάμε πολύ μακριά. Μήπως λίγο-πολύ τα ίδια ισχύουν και για μας;
Βέβαια, αν μας ρωτήσει κάποιος αν πιστεύουμε στο Χριστό, θα του πούμε, ίσως με κάποια έμφαση, ότι βεβαίως και πιστεύουμε, ότι είμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, των προσκυνημάτων, των μοναστηριών.
Ναι, εξωτερικά, τυπικά έτσι είναι. Τι δείχνει όμως η πνευματική μας κατάσταση; Έχει θεραπευτεί και ζωοποιηθεί η ψυχή μας; Έχουμε μέσα μας τη χάρη του Θεού όπως λένε οι πατέρες μας αισθητώς; Ενεργεί δηλαδή μέσα μας φανερά ο Θεός, πάσχουμε, όπως λέγεται, τα θεία, ή απλώς, έτσι ανθρώπινα, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι από αυτά που θέλει ο Θεός; Έχουμε π.χ. την αδιάλειπτη, την αυτενεργούσα προσευχή, προσεύχεται μέσα μας το άγιο Πνεύμα ή απλώς εμείς προσπαθούμε να προσευχηθούμε;
Εάν ναι, έχει καλώς. Εάν όμως όχι, εάν δηλαδή δεν φτάσαμε να γευτούμε την κατάσταση που οι πατέρες μας ονομάζουν φωτισμό και απλώς προσπαθούμε να κάνουμε κάποια καθήκοντα, μήπως αυτό δείχνει ότι και εμείς είμαστε αθεράπευτοι; Μήπως ενώ είμαστε ακόμη τυφλοί λέμε και εμείς, όπως οι Φαρισαίοι, ότι βλέπουμε, ότι ξέρουμε και τα παρόμοια, δηλαδή έχουμε υπερηφάνεια και γι' αυτό δεν μας πιάνει η χάρη του Θεού και μένουμε ακάθαρτοι και αφώτιστοι;
Ας αγαπήσουμε όμως την ταπείνωση. Ας ζητάμε από τον Θεό μας ταπείνωση. Ας καλλιεργούμε ταπεινούς λογισμούς και προπαντός ας ετοιμάζουμε τον εαυτό μας να δέχεται με υπομονή τους πειρασμούς που μας ταπεινώνουν, που εξαλείφουν την καλή ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Ας ζητούμε και εμείς, όπως ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, «φώτισόν μου το σκότος», για να ανοίξει ο Χριστός, το Φως το Αληθινό, και τα δικά μας πνευματικά μάτια, και έτσι φωτιζόμενοι να το βλέπουμε, και βλέποντάς το να τον δοξάζουμε, στον παρόντα και προπαντός στον μέλλοντα αιώνα. Αμήν.



Κυριακή της Σαμαρείτιδος


«Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον»(Ιω. 4,14).



Το σημερινό ιερό ευαγγελικό ανάγνωσμα ήταν μεγάλο. Μεγάλο και σε έκταση αλλά και σε νοήματα. Θα μπορούσε βέβαια κανείς σε πολλά του σημεία να σταθεί και εκεί πολλά να αναφέρει. Εμείς όμως ας σταθούμε σήμερα σε ένα μόνο από αυτά.
Θέλοντας ο Κύριος να πάει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, δηλαδή από το νότιο μέρος της Παλαιστίνης, των σημερινών Αγίων Τόπων, στο βόρειο μέρος της Παλαιστίνης, έπρεπε να περάσει από τη Σαμάρεια. Σαμάρεια δε κατά την εποχή εκείνη ονομαζόταν και η κεντρική Παλαιστίνη και μία από τις πόλεις της περιοχής αυτής.
Περνούσε λοιπόν από την Σαμάρεια ο Κύριος και έφτασε στην πόλη Συχάρ, καθώς δε ήταν μεσημέρι και αυτός κουρασμένος από την οδοιπορία, κάθισε σε ένα πηγάδι που βρισκόταν έξω από την πόλη. Το πηγάδι αυτό ήταν το πηγάδι του Ιακώβ και σε αυτό ήλθε για να πάρει νερό μία Σαμαρείτισσα. Από αυτή ζήτησε ο Χριστός νερό· «δός μοι πιεῖν».
Η γυναίκα παραξενεύτηκε και ρώτησε: «Πώς εσύ  Ιουδαίος ζητάς από μένα να πιεις νερό; Διότι δεν έχουν σχέσεις οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες· «οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Και τι απήντησε ο Χριστός; «εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». «Εάν γνώριζες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέγει· δώσε μου να πιω, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε «ύδωρ ζων», νερό ζωντανό. Να το κεντρικό νόημα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής αλλά και της χριστιανικής ζωής.
Τι εννοούσε δε ο Κύριος λέγοντας νερό ζωντανό; ποιο είναι το ζωντανό νερό;
Είναι αυτό που είπε μόλις πιο πάνω. Η δωρεά του Θεού. Δηλαδή η χάρη του Θεού, η χάρη του  αγίου Πνεύματος. Και για αυτή μεν έχουμε αρκετές φορές μέχρι τώρα μιλήσει. Χρειάζεται όμως «πάλιν καί πολλάκις» να επανερχόμαστε στο θέμα αυτό προκειμένου να εμπεδωθεί στο νου και την καρδιά μας, προκειμένου να καταλάβουμε καλά την σημασία και την αναγκαιότητά της και να ποθήσουμε έντονα την απόκτησή της.
Όλα όσα υπάρχουν έχουν ουσία και ενέργεια. Έτσι και ο Θεός έχει ουσία που είναι εντελώς άγνωστη στα πλάσματά του, έχει και ενέργεια. Με αυτή του τη θεϊκή ενέργεια δημιούργησε από αγάπη τον κόσμο, δηλαδή τον έφερε από το μηδέν στην ύπαρξη. Και όχι μόνο τον δημιούργησε αλλά και τον συντηρεί και τον κυβερνά, τον κατευθύνει προς ένα τέλος, προς ένα σκοπό. Και ο σκοπός αυτός είναι όλη η κτίση, όλα τα πλάσματα του Θεού να συμμετέχουν σε αυτή τη χάρη, σε αυτή τη θεϊκή αγάπη και ευλογία. Καθένα να συμμετέχει ανάλογα με τη δεκτικότητα που έχει, ανάλογα με το τι μπορεί να πάρει. Έτσι τα άψυχα μετέχουν μόνο στη δημιουργική χάρη του Θεού. Τα ζωντανά, τα έμβια, μετέχουν εκτός της δημιουργικής και στη χάρη του Θεού που δίνει τη βιολογική ζωή. Και τέλος τα λογικά κτίσματα, που είναι οι άγγελοι και οι άνθρωποι, μπορούν να μετέχουν επί πλέον και στη θεωτική ενέργεια του Θεού, στη χάρη του Θεού που μπορεί να τα κάνει να ζουν και να αισθάνονται όπως ο ίδιος ο Θεός. Να έχουν τη ζωή του Θεού. Την αιώνιο ζωή. Αιώνιος δε ζωή δεν είναι απλώς η χωρίς τέλος ζωή, η άπειρη από άποψη χρονική αλλά και η άπειρη από άποψη ποιοτική, πραγματικά θεϊκή ζωή. Επειδή όμως τα λογικά πλάσματα είναι και αυτεξούσια, δηλαδή ελεύθερα να δεχθούν ή να μη δεχθούν την προσφορά του Θεού, γι' αυτό και η θέωσή τους γίνεται μόνο αν την θέλουν, μόνο αν δεν προσπαθούν από μόνα τους να γίνουν θεοί, αλλά ταπεινά, με εμπιστοσύνη και αγάπη, δέχονται την χάρη, «τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ» όπως την ονόμασε ο ίδιος ο Κύριος.
Για αυτή τη χάρη λοιπόν και για την με αυτή θέωση είναι πλασμένος ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος επομένως και εμείς.
Για αυτή τη χάρη του Αγίου Πνεύματος ήλθε ο Χριστός στη γη μας και δίδαξε και θαυματούργησε και σταυρώθηκε και αναστήθηκε και αναλήφθηκε.
Και εμείς έχουμε πάρει αυτή τη δωρεά με άγιο Βάπτισμά μας. Όμως είτε από άγνοια είτε από έλλειψη προσοχής ή και έλλειψη αγωνιστηκότητας, βρήκε ευκαιρία ο διάβολος και όπως λέει ο άγιος Μακάριος, αλλά και όλοι μας λίγο-πολύ το ζούμε, αιχμαλώτισε τον άνθρωπο και τον έντυσε με το πνευματικό σκοτάδι της αμαρτίας. Μίανε όλη την ψυχή, τους λογισμούς, τον νου, το σώμα. Κατέστησε τον άνθρωπο ακάθαρτο και θεομάχο, που δεν υποτάσσεται στο νόμο του Θεού αλλά πονηρά βλέπει, πονηρά ακούει και έχει πόδια που τρέχουν προς το κακό και χέρια που εργάζονται την ανομία. Αλλά, συνεχίζει ο άγιος, ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας απαλλάξει από τον παλαιό άνθρωπο, διότι μόνο αυτός μπορεί να μας γλυτώσει από τον ισχυρότερό μας διάβολο και τη δουλεία σε αυτόν, δηλαδή από την αμαρτία.
Πώς μπορούμε, έτσι πιο πρακτικά να ξαναβρούμε την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που έχουμε πάρει μυστικά στο άγιο Βάπτισμα; Κατά δύο τρόπους. Και πρώτα, γενικώς, με την εργασία των εντολών, με πολύ κόπο και χρόνο. Όσο εργαζόμαστε τις εντολές του Χριστού τόσο φανερώνεται η χάρις. Δεύτερον, φανερώνεται με την επιστημονική, την με επιμέλεια και συνεχή επίκληση του Κυρίου Ιησού, δηλαδή με τη μνήμη του Θεού, χωρίς όμως φαντασίες ή άλλα νοήματα. Με τον τρόπο αυτό βρίσκεται η χάρις συντομότερα. Η ενέργεια της ευχής μέσα στην καρδιά καταστρέφει την κυριαρχία των δαιμόνων, μπορεί να προξενήσει ταπείνωση και συντριβή και να φλογίσει την ψυχή από αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Αυτός που θα δουλέψει με υπομονή και επιμέλεια θα πετύχει οπωσδήποτε και θα παρηγορηθεί.
Η χάρη του Θεού γεμίζει τον άνθρωπο από χαρά, ευφροσύνη, μακαριότητα πνευματική. Τον γεμίζει πραγματικά, γι' αυτό και δεν επιθυμεί τα υλικά και  κοσμικά. Τα υλικά, όσα και αν είναι, αφήνουν ένα κενό και πάντα θέλουμε κάτι άλλο. Ο χαριτωμένος όμως άνθρωπος δεν διψά για τίποτε άλλο παρά μόνο τον Θεό, για τη χάρη, που του τη  δίνει ο Θεός όλο και περισσότερο. Να γιατί είπε ο Χριστός· «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα». «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό το υλικό θα ξαναδιψάσει· όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει εις τον αιώνα, δηλαδή ποτέ».
Αυτό το πνευματικό νερό αξιώθηκε να πάρει άφθονο η Σαμαρείτισσα και αγίασε, αλλά, όπως λέγει και το τροπάριό της, το μετέδωσε αφθόνως και σε πολλούς άλλους που διψούσαν τη σωτηρία. Γι' αυτό ονομάστηκε ισαπόστολος και επειδή αξιώθηκε μαρτυρικού τέλους και μεγαλομάρτυς.

Την απόκτησή της χάριτος του Θεού ας βάλουμε και εμείς σκοπό της ζωής μας. Αυτήν ας ζητάμε ακατάπαυστα. Θα την βρούμε μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, και ζώντας τη ζωή της Εκκλησίας. Μέσα σε αυτή και δι’ αυτής δίνεται το ζωντανό νερό που αναβλύζει την αιώνιο ζωή, τη θεϊκή ζωή, προς σωτηρία δική μας και δόξα του αγίου Τριαδικού Θεού. Αμήν.


 Κυριακή του Παραλύτου της Βηθεσδά.

«Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος» (Ιω. 5,8-9).



Ο Χριστός μας μαζί με τους μαθητές του ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή της Πεντηκοστής των Ιουδαίων. Όπως όλες οι παλιές πόλεις έτσι και η Ιερουσαλήμ, περιβαλλόταν από τείχη, τα οποία είχαν διάφορες πύλες, από τις οποίες περνούσαν όσοι έμπαιναν και έβγαιναν από την πόλη. Μια από αυτές ήταν και η λεγομένη προβατική, διότι από εκεί περνούσαν τα προς θυσίαν στο ναό πρόβατα και κοντά σε αυτήν την πύλη ήταν μια δεξαμενή, η κολυμβήθρα Βηθεσδά, που είχε γύρω της πέντε στοές. Εκεί βρίσκονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, ανήμποροι κατά τα πόδια ή τα χέρια, και όλοι αυτοί περίμεναν να γιατρευτούν, διότι κατά διαστήματα άγγελος Κυρίου τάρασσε τα νερά της κολυμβήθρας και όποιος έμπαινε πρώτος σε αυτά γινόταν καλά από οποιοδήποτε νόσημα υπέφερε.
Αυτή την κολυμβήθρα επισκέφθηκε ο Κύριος και κατευθύνθηκε προς κάποιον που ήταν παράλυτος τριάντα οκτώ ήδη χρόνια και τον ρώτησε· «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» θέλεις να θεραπευτείς;
Γιατί όμως πήγε ο Κύριος συγκεκριμένα σε αυτόν τον άρρωστο και άφησε όλους τους άλλους; Για να δείξει την καρτερία του, μας λέει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ας ντραπούμε και ας στενάξουμε για την πολλή μας ραθυμία. Τριάντα οκτώ χρόνια έμεινε στο ίδιο μέρος εκείνος και μ’ όλο που δεν πετύχαινε ό,τι ήθελε, δεν απομακρυνόταν. Και δεν πετύχαινε όχι από δική του αδιαφορία αλλά διότι τον εμπόδιζαν και τον παραμέριζαν οι άλλοι. Και όμως δεν απογοητευόταν. Εμείς όμως λίγες μέρες αν μείνουμε κάπου και παρακαλέσουμε για κάτι και δεν το επιτύχουμε απογοητευόμαστε και παύουμε να δείχνουμε τον ίδιο ζήλο. Και οι άνθρωποι μεν πολλές φορές μας απογοητεύουν. Η ελπίδα όμως στον Κύριό μας «οὐ καταισχύνει», δεν ντροπιάζει, δεν απογοητεύει. Και ενώ από αυτόν θα πάρουμε μεγαλύτερη από τους κόπους μας αμοιβή, δεν θέλουμε να μένουμε με την προσευχή κοντά του με τον ζήλο που πρέπει. Αλλά είναι κουραστική, θα έλεγε κάποιος, η αδιάκοπη προσευχή. Αλλά ποια αρετή δεν είναι κοπιαστική; Και αν ακόμη δεν ήταν δυνατόν να πάρουμε εκείνο που ζητάμε, αυτή την αδιάκοπη συνομιλία, τη συνεχή επικοινωνία με το Θεό δεν πρέπει να τη θεωρούμε μέγιστο αγαθό;
Και τι απάντησε ο παράλυτος στην ερώτηση του Κυρίου αν θέλει να γίνει καλά; «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δεν έχω κάποιον να με βάλει στην κολυμβήθρα όταν ταραχθεί το νερό.
Πόσες φορές και εμείς δεν νοιώθουμε ή και δεν εκφράζουμε το παράπονο· «άνθρωπον ουκ ἔχω». Δεν έχουμε κάποιον να μας καταλάβει, κάποιον να μας βοηθήσει στη δυσκολία μας, κάποιον που να μας αγαπά πραγματικά. Και όμως πάντα έχουμε τον Θεάνθρωπο που είναι έτοιμος να μας ακούσει, που μας καταλαβαίνει καλύτερα και μας αγαπά περισσότερο από ότι εμείς καταλαβαίνουμε και αγαπούμε τον εαυτό μας· που θέλει να μας βοηθήσει προσφέροντάς μας, όχι όμως ό,τι εμείς θέλουμε –και συνήθως εμείς θέλουμε το βόλεμα στη ζωή αυτή- αλλά ό,τι πραγματικά μας συμφέρει. Αρκεί να τον πλησιάζουμε με εμπιστοσύνη, να του ζητούμε με πίστη, και να δεχόμαστε ό,τι αυτός μας δώσει, λέγοντας το «νάναι ευλογημένο». Αυτό που μου έδωσες είναι το καλύτερο για τη σωτηρία μου.
Στη συνέχεια θεράπευσε ο Κύριος τον παράλυτο, αργότερα δε, όταν τον είδε στο ιερό, του είπε· «δες, έχεις γίνει καλά· από εδώ και πέρα μη αμαρτάνεις, για να μη πάθεις κάτι χειρότερο». «Από εδώ μαθαίνουμε» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος «ότι από αμαρτίες προερχόταν η αρρώστιά του». Και τίθεται τώρα το ερώτημα· όλα τα νοσήματα προέρχονται από αμαρτίες; «Όχι όλα» απαντά άλλος ερμηνευτής της Εκκλησίας «αλλά τα περισσότερα». Μερικά οφείλονται σε δική μας ραθυμία ή απροσεξία. Άλλα, όπως στην περίπτωση του Ιώβ, επιτρέπει ο Θεός να έλθουν για να αναδειχθεί η αρετή του εναρέτου, για να λάβει μεγαλύτερα στεφάνια και να ωφεληθούν οι άλλοι.
Έτσι και εμείς, όταν αρρωστήσουμε, ας φροντίσουμε για την υγεία του σώματος αλλά και της ψυχής μας με τη μετάνοια. Ας πάμε στο γιατρό αλλά και στην ιερά Εξομολόγηση. Ας πάρουμε το φάρμακο αλλά ας κάνουμε και το ειδικό για τις περιπτώσεις αυτές ιερό Ευχέλαιο.
Αλλά ας επανέλθουμε στην κολυμβήθρα Βηθεσδά. Οι άγιοι Πατέρες βλέπουν να υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ της κολυμβήθρας αυτής και της Εκκλησίας, δηλαδή του αγίου Βαπτίσματος. Εκεί οι άνθρωποι έμπαιναν σωματικά άρρωστοι και έβγαιναν σωματικά υγιείς. Εδώ, στην κολυμβήθρα της Εκκλησίας, μπαίνουν οι άνθρωποι πνευματικά νεκροί και βγαίνουν πνευματικά ζωντανοί. Τα νερά της Βηθεσδά δεν ήταν ιαματικά αλλά θαυματουργικά, διότι δεν γίνονταν καλά όλοι, ούτε πάντα, αλλά μόνο εκείνος που έμπαινε πρώτος μετά την ταραχή του νερού από τον άγγελο. Και το νερό του Βαπτίσματος με τις ευχές της Εκκλησίας δέχεται τη χάρη του Θεού και με αυτή ο άνθρωπος, ο πνευματικά νεκρός, καθαρίζεται από το προπατορικό και τα προσωπικά του αμαρτήματα, γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού και αρχίζει να ζει μια νέα ζωή, την ζωή του Χριστού.
Βηθεσδά θα πει «οἶκος ἐλέους». Και τέτοια είναι η Εκκλησία, οίκος ελέους του Θεού. Και αν εκεί το έλεος του Θεού εκδηλωνόταν μερικές φορές, εδώ υπάρχει συνέχεια. Και αν εκεί θεραπευόταν μόνο ο πρώτος, εδώ θεραπεύονται όλοι, αρκεί να το θέλουν. Πρέπει να το θέλουν, διότι η χάρη του Βαπτίσματος, δεν χάνεται μεν ποτέ αλλά και δεν δρα μαγικά, δηλαδή χωρίς τη δική μας συγκατάθεση και συνεργασία. Χρειάζεται διαρκώς να ενεργοποιούμε τη χάρη, να ζούμε σύμφωνα με τη χάρη του Θεού που πήραμε, δηλαδή σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Και όταν με τις αμαρτίες μας λερώνουμε την ψυχή μας και με τα πάθη καταχωνιάζουμε τη χάρη του Βαπτίσματος, υπάρχει η δυνατότητα αποθεραπείας, η δυνατότητα αποκαταστάσεως της σχέσεώς μας με το Θεό με το δεύτερο βάπτισμα, το μυστήριο της μετανοίας και της ιεράς Εξομολογήσεως.

Όλα αυτά όμως γίνονται μόνο μέσα στο θεραπευτήριο της μίας Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και εμείς που έχουμε την μέγιστη ευλογία να βρισκόμαστε μέσα σε αυτό το μοναδικό θεραπευτήριο, ας παραμένουμε και ας μη απομακρυνόμαστε από αυτό, είτε από αδιαφορία είτε παρασυρμένοι από κάποια αίρεση. Ας βρούμε τους απλανείς οδηγούς και διακριτικούς θεραπευτές και ας ακολουθούμε τις συμβουλές τους, τις εντολές του Χριστού. Και τέλος, ας παίρνουμε με όλα τα μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις, το αναντικατάστατο φάρμακο της χάρης του Αγίου Πνεύματος, με τη βέβαιη ελπίδα ότι ο Χριστός θα θεραπεύσει και τις δικές μας ψυχές και θα μας χαρίσει τη δική του ζωή, την αιώνια ζωή, για την οποία αυτός ο ίδιος μας έπλασε και την οποία βαθύτερα, από την κατασκευή μας, όλοι μας επιθυμούμε. Αμήν. 



  Κυριακή των Μυροφόρων


«Ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον»(Μρ 16,1-2).


Σήμερα, δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα και η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, καθώς  και του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου.
Μυροφόρες ήταν οι γυναίκες που ακολουθούσαν τον Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, και έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σταυρικού πάθους, και μετά, όταν ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν και πήραν από τον Πιλάτο το δεσποτικό Σώμα, το τύλιξαν με νεκρικά σεντόνια, και με εκλεκτά αρώματα το τοποθέτησαν στον λαξευτό τάφο. Ο τάφος αυτός κλείστηκε με «λίθον μέγαν», την επομένη δε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τον ασφάλισαν με σφραγίδες και φρουρά. Τα όσα ακολούθησαν μας τα εξιστορούν και οι τέσσερις ευαγγελιστές, των οποίων τις διηγήσεις συνθέτοντας, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε με τη βοήθεια του αγίου Γρηγορίου Παλαμά.
Πέρασε το Σάββατο. Το Σάββατο που ήταν μεγάλη μέρα για τους Ιουδαίους διότι ήταν το Πάσχα τους. Πέρασε λοιπόν το Σάββατο, άρχισε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος και συνέβη το κοσμοσωτήριο και κοσμοχαρμόσυνο γεγονός της Αναστάσεως. Πότε ακριβώς και πως συνέβη είναι άγνωστο. Κανείς δεν την είδε. Το Σώμα του Χριστού, μετά την Ανάστασή του, έγινε από φθαρτό άφθαρτο και από παχύ λεπτό, γι' αυτό και βγήκε από τον τάφο χωρίς κανείς να τον ανοίξει. Οι παραστάσεις που δείχνουν τον Χριστό να ανέρχεται από ένα ανοιγμένο μνήμα με ένα λάβαρο στο χέρι και τους στρατιώτες να προσπαθούν να προφυλαχθούν από ένα εκτυφλωτικό φως δεν είναι ορθόδοξες και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Οι ορθόδοξες παραστάσεις της Αναστάσεως, όπως η θαυμάσια εκείνη της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, παρουσιάζουν τον ζωοδότη Χριστό στον Άδη, να καταπατεί τις διαλυμένες πύλες του και με στιβαρά χέρια να ανασύρει τον Αδάμ και την Εύα από τους τάφους τους υπό τα βλέμματα των δικαίων της Π. Διαθήκης.
Πρωί-πρωί, μόλις άρχισε να χαράζει και μετά την Ανάσταση, κατέφθασαν οι μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο για να αλείψουν τον Χριστό με τα μύρα που είχαν αγοράσει. Πρώτη ήλθε η Θεοτόκος συνοδευόμενη από την Μαγδαληνή Μαρία. Οι Ευαγγελιστές αναφέρουν την Παναγίας κάπως συνεσκιασμένα, ως άλλη Μαρία ή Μαρία του Ιακώβου και του Ιωσή, παιδιών του Μνήστορος, μη θέλοντας να φέρουν ως μάρτυρα την μητέρα για να μη δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους. Τότε, έγινε «σεισμός μέγας». Άγγελος Κυρίου με μορφή λαμπρή σαν αστραπή και ένδυμα λευκό σαν το χιόνι, αποκύλησε τη μεγάλη πέτρα από το άνοιγμα του τάφου. Οι φύλακες έντρομοι έφυγαν και ο αρχάγγελος Γαβριήλ, αυτός προφανώς ήταν, αυτός που παλαιότερα είχε ευαγγελιστεί την σάρκωση του Θεού Λόγου στην Μαριάμ, αυτός τώρα ευαγγελίστηκε την Ανάσταση του Υιού της. «Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Είδαν τον άδειο τάφο, και η Μαγδαληνή ως να μη άκουσε ή να μη κατάλαβε τον άγγελο, άφησε την Θεοτόκο και έτρεξε στους Πέτρο και Ιωάννη για να τους πει, όχι ότι αναστήθηκε ο Κύριος, αλλ’ ότι μεταφέρθηκε από τον τάφο.
Εν τω μεταξύ, μετά τη φυγή των στρατιωτών, έφτασαν και οι άλλες μυροφόρες γυναίκες, είδαν τον άδειο τάφο και με την προτροπή του αγγέλου αναχώρησαν. Άλλες μεν με φόβο και έκσταση και σε κανένα δεν είπαν τίποτε, διότι φοβούνταν, άλλες δε ακολούθησαν τη Μητέρα του Κυρίου, και  καθ’ οδόν «Ἰησοῦς ἀπήν­τησεν (συνάντησε) αὐταῖς λέγων· χαίρετε». Όπως δε, όταν η Θεοτόκος άκουσε από τον άγγελο το ευαγγέλιο της Αναστάσεως μαζί με την Μαγδαληνή Μαρία, μόνη αυτή κατάλαβε τη σημασία των λόγων εκείνων, έτσι και τώρα, πρώτη αυτή από όλες τις άλλες γυναίκες είδε και αναγνώρισε τον Αναστάντα Υιό της και προσπίπτοντας έπιασε τα πόδια του και έγινε απόστολός του προς τους Αποστόλους.
Κατόπιν έφτασαν και είδαν τον κενό τάφο ο Πέτρος και ο Ιωάννης, και μετά ήλθε για δεύτερη φορά, μόνη της η Μαγδαληνή Μαρία και τότε μόνο είδε τον Χριστό και μίλησε μαζί του.
Οι Μυροφόρες λοιπόν, πρώτες αυτές άκουσαν το χαρούμενο μήνυμα της Αναστάσεως, αλλά και πρώτες αυτές είδαν τον Αναστημένο Κύριο. Αλήθεια τι μεγάλη τιμή,  τι μεγάλη ευλογία! Πώς όμως αξιώθηκαν αυτής της μεγάλης τιμής;
Υπάρχει μια πατερική ερμηνεία που σχετίζει τις Μυροφόρες με την Εύα. Στον παράδεισο η Εύα αφού συνομίλησε με τον διάβολο έπεσε, αμάρτησε και έφερε το δυσάρεστο μήνυμα στον Αδάμ. Τώρα οι Μυροφόρες γυναίκες αφού συνομίλησαν με τον άγγελο και κατόπιν είδαν τον Χριστό, έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα στους άνδρες, στους μαθητές. Έτσι έχουμε αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως.
Αλλά και για έναν άλλο λόγο φαίνεται αξιώθηκαν πρώτες αυτές να δουν και να ακούσουν τον Αναστάντα Κύριο. Διότι έδειξαν ανδρεία, αφοβία, γενναιότητα, ηρωισμό. Ανδρεία όχι σωματική αλλά ψυχής. Αψήφησαν την νύκτα, την έχθρα του λαού, την δύναμη των στρατιωτών. Έκαναν μια ηρωική θα λέγαμε έξοδο  και πήγαν στο μνημείο για να εκδηλώσουν την αγάπη τους.
Η ανδρεία που δεν είναι μόνο για τους άνδρες αλλά εξ ίσου  και για τις γυναίκες, προέρχεται από την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, κατ’ εξοχήν δε από τη χάρη του Θεού. Η αρετή αυτή είναι απαραίτητη στην πνευματική μας ζωή και εκδηλώνεται κυρίως ως υπομονή. Υπομονή που πρέπει να κάνουμε προκειμένου να εφαρμόσουμε τις εντολές του Θεού, αλλά και υπομονή στα δυσάρεστα και λυπηρά που επιτρέπει ο Θεός να έλθουν στη ζωή μας. Εκδηλώνεται επίσης  και ως αφοβία που πηγάζει από την εμπιστοσύνη μας στην δύναμη, τη σοφία και την αγάπη, την φροντίδα του Θεού για μας.
Εορτάζει λοιπόν σήμερα η Εκκλησία μας τη μνήμη των αγίων μυροφόρων γυναικών. Των γυναικών που έφεραν στα χέρια τους τα μύρα τα αισθητά, στις ψυχές τους δε το μύρο της αγάπης προς τον Χριστό.
Αλλά μυροφόροι μπορούμε να γίνουμε και εμείς, ή μάλλον είμαστε και εμείς. Διότι έχουμε μέσα μας το μύρο το πνευματικό, το ακένωτο, το άκτιστο που το πήραμε με το άγιο Βάπτισμα και είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μόνο που αυτό το μύρο καλύπτεται από τη δυσωδία των παθών, της αμαρτίας. Και εκείνο που χρειάζεται είναι η κάθαρση. Να καθαριστούν οι ψυχές μας από τα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, δηλαδή από την πολύμορφη ιδιοτέλεια και έτσι να αποπνέουν το άρωμα της ταπεινώσεως και της αγάπης.

Είθε με τη χάρη του Θεού, αλλά και τον δικό μας κόπο, να γίνουμε δοχεία καθαρά του Αγίου Πνεύματος που θα είναι και θα σκορπίζουν ευωδία Χριστού. Αμήν.


     Κυριακή του Αντίπασχα (του Θωμά)

«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ιω 20,29).



Ο Κύριός μας αργά το απόγευμα της ημέρας της Αναστάσεώς του συνάντησε τους μαθητές, που ήταν μαζεμένοι με κλειστές τις πόρτες «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», και τους έδωσε την ειρήνη του· «εἰρήνη ὑμῖν». Αμέσως μετά, ως λαμπρά στοιχεία της ταυτότητάς του τους έδειξε τα τρυπημένα χέρια και την λογχισμένη πλευρά. Και εκείνοι κατάλαβαν και πίστεψαν ότι ήταν ο αναστημένος Διδάσκαλός τους και χάρηκαν. Στη συνέχεια ο Χριστός φύσησε και τους έδωσε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, λέγοντας· «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»· δηλαδή αν κάποιων αφήνεται, συγχωρείτε τις αμαρτίες, συγχωρούνται και αν κάποιων τις κρατάτε, μένουν και στον ουρανό κρατημένες και ασυγχώρητες.
Έτσι και με τα λόγια αυτά θεμελιώθηκε, ιδρύθηκε το μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως, δόθηκε στους Αποστόλους και στους διαδόχους τους επισκόπους και στους εκπροσώπους των τελευταίων Εξομολόγους κληρικούς, το δικαίωμα, η χάρη να συγχωρούν αμαρτίες.
Πόσο μεγάλη ευεργεσία! Διότι όλοι μας, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, αμαρτάνουμε και με τις αμαρτίες μας λερώνουμε την καθαρότητα του αγίου Βαπτίσματος που πήραμε στη μικρή μας ηλικία. Πώς δε θα καθαριστούμε δεδομένου ότι το Βάπτισμα είναι ένα και δεν επαναλαμβάνεται; Πώς θα θεραπευθούμε από τα πάθη και θα ζούμε όλο και περισσότερο τη ζωή του Χριστού για να φθάσουμε στον αγιασμό χωρίς τον οποίο «οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» δηλαδή δεν θα σωθεί;
Να ο τρόπος. Το δεύτερο Βάπτισμα, το μυστήριο της μετανοίας και ιεράς Εξομολογήσεως. Πόσο δε αδικούμε τον εαυτό μας όταν μένουμε μακριά από αυτό! Διότι είναι σαν να έχουμε κάποια σοβαρή σωματική αρρώστια και να αναβάλουμε τη θεραπεία της. Οπότε η αρρώστια προχωρεί και όσο προχωρεί τόσο πιο δύσκολα θεραπεύεται μέχρι που να γίνει αθεράπευτη και να μας καταβάλει.
Βέβαια το θέμα της ι. Εξομολογήσεως και το πώς πρέπει να γίνεται είναι μεγάλο και δεν μπορούμε τώρα να το εξαντλήσουμε. Απλώς τώρα ας τονίσουμε κάτι το οποίο θεωρούμε βασικό και πολύ σημαντικό. Ο χαρακτήρας του μυστηρίου αυτού δεν είναι νομικός αλλά θεραπευτικός. Δηλαδή σκοπός του δεν είναι, όπως λανθασμένα πιστεύουν οι Προτεστάντες, μια απλή διακήρυξη απαλλαγής από την ενοχή των αμαρτιών μας αλλά είναι το να θεραπευτεί η ψυχή μας. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι, ενώ οι ιερείς των Ιουδαίων είχαν την εξουσία μόνο να διαπιστώνουν την θεραπεία της σωματικής λέπρας όχι όμως και να την θεραπεύουν, οι ιερείς της Εκκλησίας πήραν την εξουσία να απαλλάσσουν εντελώς την ψυχή από την ακαθαρσία της.
Όταν εμείς αμαρτάνουμε απομακρυνόμαστε από το Θεό και αυτός, εφ’ όσον δεν τον θέλουμε, αποσύρει τη χάρη του. Όταν όμως με ειλικρινή μετάνοια επιστρέφουμε σε αυτόν,  και ο Θεός αφήνει, παραβλέπει τις αμαρτίες μας και συν-χωρεί, χωρεί, προχωρεί προς εμάς, ξαναδίνοντάς μας τη χάρη του για να έχουμε την ολοκληρωμένη μετάνοια, την μετάνοια ως καρπό του Αγίου Πνεύματος, την ζωή του Χριστού.
Εάν λοιπόν οι πνευματικές μας αρρώστιες τακτοποιούνται, όπως και οι σωματικές, όχι με παραθεώρηση ή παραγραφή αλλά με τη θεραπεία τους, είναι φανερό, ότι όταν πηγαίνουμε στην Εξομολόγηση πρέπει να λέμε πρωτίστως και κυρίως τα αμαρτήματά μας· απλά με ειλικρίνεια και πόνο. Δεν μας συμφέρει να τα κρύβουμε ή να τα δικαιολογούμε ή να λέμε τα βάσανά μας ή το τι μας έκαναν οι άλλοι. Την Εξομολόγηση πρέπει να τη βλέπουμε όχι ως τυπικό καθήκον πριν τις μεγάλες γιορτές, αλλά ως ουσιαστική θεραπευτική αγωγή χωρίς την οποία δεν μπορούμε να σωθούμε.
Αλλά ας προχωρήσουμε στην ευαγγελική διήγηση.
Ο Θωμάς έλειπε κατά την εμφάνιση εκείνη  του αναστημένου Χριστού, και όταν οι άλλοι μαθητές του είπαν «είδαμε τον Κύριο», αυτός εξέφρασε την επιφυλακτικότητά του λέγοντας· «δεν θα πιστέψω, αν δεν δω  και δεν ψηλαφήσω στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη του πλευρά». Και ο Χριστός, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του μαθητού του, ξαναπαρουσιάστηκε «μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ», αυτή τη φορά παρόντος και του Θωμά, τον οποίο και προέτρεψε· «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Και εκείνος, βλέποντας τον Αναστάντα, αλλά και «ψηλαφήσας» κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αναφώνησε· «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Όμως ο Χριστός σχολίασε και του είπε· «πίστεψες διότι με είδες. Μακάριοι είναι εκείνοι που πίστεψαν χωρίς να δουν». Δηλαδή Θωμά δέχθηκες την Ανάστασή μου στηριζόμενος σε αυτό που είδες και ψηλάφησες, δηλαδή στηριζόμενος στον εαυτό σου. Μακάριοι όμως πραγματικά είναι εκείνοι που δεν βασίζονται στον αδύναμο εαυτό τους αλλά εμπιστεύονται στον λόγο μου, βασίζονται στον άξιο κάθε εμπιστοσύνης Θεό.
Και σήμερα υπάρχουν ολιγόπιστοι και άπιστοι. Είναι αυτοί που δεν πιστεύουν ή νομίζουν ότι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Είναι και οι αιρετικοί που δεν δέχονται τη θεότητα του Χριστού ή του Αγίου Πνεύματος. Είναι και άλλοι που δηλώνουν ορθόδοξοι αλλά δεν δέχονται όλα τα δόγματα και την εν γένει διδασκαλία της Εκκλησίας. Πώς μπορεί δε κάποιος να βοηθηθεί στην αποδοχή του Θεού;
Πρώτον με τη βοήθεια των γνωστών μας αισθήσεων, γι' αυτό και πολλοί ζητούν να δούν θαύματα.
Δεύτερον με τη λογική. Μέχρι ένα ορισμένο σημείο μπορεί να βοηθήσει και αυτή.
Όμως τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση τα αποτελέσματα είναι πτωχά. Εκείνο που χρειάζεται είναι η πίστη. Να ταπεινωθεί ο άνθρωπος, να δει την αδυναμία του, να θεωρήσει αξιόπιστο το λόγο του Θεού και έτσι να τον αποδεχθεί πλήρως· «πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». Και αυτό, η αποδοχή του λόγου του Θεού ως αξιόπιστου δεν είναι μια αφελής ευπιστία αλλά επιμαρτυρείται από τη δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας. Οι καλοπροαίρετοι βλέπουν ότι «ὅσοι… ἔλαβον αὐτόν (τον Χριστόν), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ».

Και εμείς ας προσπαθούμε «ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ’ ἑαυτοῖς, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς». Να μη στηριζόμασε στους εαυτούς μας αλλά στον παντοδύναμο Θεό. Και αυτή μεν είναι η ανθρώπινη πίστη, η συγκατάθεση της ψυχής στις αλήθειες του Ευαγγελίου, η δογματική πίστη όπως την λέει ο άγ. Κυριλλος Ιεροσολύμων. Όταν όμως αγωνιζόμαστε στην καθημερινότητα αυτή την πίστη να την ενεργοποιούμε «δι’ αγάπης», αξιωνόμαστε, αξιοποιώντας το λίγο να πάρουμε το πολύ. Να πάρουμε την πίστη που είναι κατ’ εξοχήν δώρο του Αγίου Πνεύματος, την πίστη την κατά τον άγ. Κυριλλο ενεργητική «τῶν ὑπὲρ ἄνθρωπον» · την θαυματουργή, την πίστη που μετακινεί βουνά, μεγαλύτερο από τα οποία είναι το της αμαρτίας, το οποίο είθε να μετακινηθεί από, ή μάλλον να μεταμορφωθεί στις καρδιές μας, σε πανύψηλο όρος αγιότητος, με τις πρεσβείες του τον Αναστάντα κηρύξαντος αποστόλου Θωμά και όλων των αγίων. Αμήν.


  Κυριακή των Βαίων.

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ιω. 12, 13).



Ο Κύριός μας μετά την ανάσταση του Λαζάρου στη Βηθανία, συνοδευόμενος από τους μαθητές του και πλήθος λαού, ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα. Κόσμος πολύς τον υποδέχεται θριαμβευτικά με τα βαία των φοινίκων στα χέρια, στρώνοντας κλαδιά και ρούχα στο δρόμο και φωνάζοντας το «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχό­μενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Ο κόσμος θεωρεί τον Χριστό σαν κοσμικό, επίγειο βασιλέα ο οποίος θα εγκαταστήσει τον θρόνο του στην Ιερή Πόλη, θα ενώσει κάτω από το σκήπτρο του τον υπόδουλο λαό και θα υποτάξει με τη δύναμή του τους κατακτητές. Όμως ο Κύριος πορεύεται καθισμένος «ἐπὶ πῶλον ὄνου». Πορεύεται προς το μαρτύριο και το θάνατο. Θρόνος του θα γίνει ο Σταυρός. Δύναμη και δόξα του θα είναι η σταυρική του θυσία (γι' αυτό στις ορθόδοξες παραστάσεις της Σταυρώσεως η επιγραφή πάνω, στην κορυφή του Σταυρού, δεν γράφει Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων αλλά ο Βασιλεύς της δόξης). Με αυτή τη δύναμη της σταυρικής θυσίας θα κατανικήσει τον διάβολο και θα ελευθερώσει τον άνθρωπο.
Τι ήταν ο Χριστός; Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, δηλαδή εντελώς αναμάρτητος. Και ως αναμάρτητος δεν είχε καμιά σχέση με το θάνατο. Ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας. Επομένως ο Κύριος που όχι μόνο δεν αμάρτησε αλλά και δεν μπορούσε να αμαρτήσει ήταν ελεύθερος από το θάνατο. Και όμως παραιτείται από το δικαίωμά του να ζήσει, θυσιάζει τη ζωή του θεληματικά για τη σωτηρία του ανθρώπου, για τη δική μας σωτηρία.
Παρόμοια ως δημιουργός του κόσμου είχε κάθε δικαίωμα να απολαμβάνει τα καλά και ωραία της δημιουργίας του· τα πουλιά και τα δένδρα, τα λουλούδια και τον ουρανό, τα πάντα. Και όμως αντί αυτών και αντί όλων των ευεργεσιών, υλικών και πνευματικών, προς τους ανθρώπους καταδέχεται, με τη θέλησή του, «τούς εμπτυσμούς, τά ραπίσματα, τά κολαφίσματα, τάς ὕβρεις, τούς γέλωτας, τήν πορφυράν χλαίναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό ὄξος, τούς ἥλους, τήν λόγχην, καί πρό πάντων, τόν σταυρόν». Και επειδή όλα αυτά και τον θάνατο τα έπαθε, επαναλαμβάνουμε, όχι διότι ήταν υποχρεωμένος να τα πάθει αλλά διότι ήθελε για μας να τα πάθει, γι' αυτό και δικαίως αναστήθηκε και χάρισε στην πεσμένη ανθρώπινη φύση αντί της φθοράς την αφθαρσία και αντί του θανάτου την αθανασία και επί πλέον μας άφησε υπόδειγμα ζωής. Δηλαδή το πως πρέπει και εμείς να ζούμε. Εμείς που είμαστε ενωμένοι μαζί του, καθώς με το άγιο Βάπτισμα και την κοινωνία του Σώματος και του Αίματός του γίναμε και είμαστε μέλη του δικού του Σώματος, της Εκκλησίας του.
Με τέτοια διάθεση, με τέτοιο σταυρικό φρόνημα ας περάσουμε τη ζωή μας, ιδιαίτερα δε την Μ. Εβδομάδα που μας έρχεται. Δηλαδή όχι μόνο να αποφεύγουμε την αμαρτία, το οποίο είναι βασικό και απαραίτητο, όχι όμως και αρκετό. Χρειάζεται ακόμη, αφ’ ενός μεν να παραιτούμαστε, να αφήνουμε χάριν των άλλων αυτά που φαίνεται ότι τα δικαιούμαστε και μας δίνουν ανάπαυση και μας προκαλούν ευχαρίστηση, αφ’ ετέρου δε να δεχόμαστε ευχαρίστως αυτά που έχουν κόπο και πόνο, αυτά που μας φαίνονται δυσάρεστα. Έτσι χτυπιέται και με τη χάρη του Θεού εξαλείφεται η φιλαυτία, η αρρώστια αυτή που μπήκε στη ζωή του ανθρώπου μετά την πτώση του και από την οποία προέρχονται όλα τα άλλα πάθη και οι ποικίλες αμαρτίες. Έτσι αρχίζει να ανατέλλει μέσα μας η ζωή της αγιότητας και η ομοιότητά μας με το Χριστό.
Εισέρχεται λοιπόν στα Ιεροσόλυμα ο Κύριος και πηγαίνει για να πάθει, να σταυρωθεί αλλά και να αναστηθεί. Και η Εκκλησία όλες αυτές τις μέρες παρακολουθεί, και βοηθά και εμάς να παρακολουθήσουμε με τα κατάλληλα αναγνώσματα, τους ύμνους και την εν γένει λατρευτική ζωή, την πορεία αυτή του Χριστού προς το πάθος και τον θρίαμβο.
Οι τρεις πρώτες ημέρες της Μεγάλης αυτής Εβδομάδος είναι προπαρασκευαστικές. Οι ακολουθίες των ημερών αυτών ονομάζονται "του Νυμφίου". Ο Χριστός είναι ο Νυμφίος της Εκκλησίας αλλά και της κάθε ψυχής. Η κάθε χριστιανική ψυχή είναι νύμφη του Χριστού. Ποιο το χαρακτηριστικό της πραγματικής νύμφης; Η αγάπη της προς το νυμφίο. Είναι τόσο δυνατή που την κάνει να μη έχει μάτια για άλλον. Έτσι και εμείς, όλον τον πόθο και όλη την αγάπη μας να στρέψουμε προς τον Χριστό. Και σε αυτό αποβλέπει όλη η χριστιανική ασκητική ζωή με τη νηστεία την προσευχή, την άσκηση της αγάπης, τις θείες Λειτουργίες.
Την Μ. Δευτέρα «μνείαν ποιούμεθα του παγκάλου Ιωσήφ», ο οποίος αποτελεί προτύπωση του Χριστού. Φθονήθηκε από τους αδελφούς του, ρίχτηκε σε λάκκο, πουλήθηκε, όμως βασίλευσε της Αιγύπτου και έθρεψε το λαό.
Την Μ. Τρίτη διαβάζεται η παραβολή των δέκα παρθένων για να μας προτρέψουν να έχουμε εγρήγορση και να φροντίσουμε να στολίσουμε τις ψυχές μας με το λάδι των αρετών, της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, για να μπορέσουμε να μπούμε στον ουράνιο νυμφώνα.
Μ. Τετάρτη. Θυμόμαστε την πόρνη που άλειψε με μύρο τον Κύριο για να μάθουμε πόσο μεγάλο πράγμα είναι η μετάνοια.
Την Μ. Πέμπτη εορτάζουμε τον ιερό νηπτήρα, το μυστικό Δείπνο, δηλαδή την παράδοση της θείας Ευχαριστίας και την προδοσία.
Την Μ. Παρασκευή τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη, προ πάντων δε τον Σταυρόν και τον θάνατον. Η αποκορύφωση της ταπείνωσης και της αγάπης. Ο βασιλεύς της δόξης με όλο το μεγαλείο της θείας αγάπης.
Το Μ. Σάββατο εορτάζομεν τήν θεόσωμον Ταφήν, καί τήν εις Άδου Κάθοδον.
Κυριακή του Πάσχα. Ο θρίαμβος της Αναστάσεως.
Οι απειθείς και μέχρι σήμερα απειθούντες Ιουδαίοι ουδέποτε κατάλαβαν, παρά τις φωνές των προφητών, ότι ο Μεσσίας είναι παθητός, γι’ αυτό και έμειναν και μένουν μακριά του. Αλλά και πολλοί χριστιανοί ουδέποτε κατάλαβαν ότι «ἡ ὀδός τοῦ Θεοῦ είναι σταυρός καθημερινός» γι' αυτό και πνευματικά αποτυγχάνουν. Εμείς όμως ας καταλάβουμε καλά αυτό που λέει ο άγ. Μακάριος, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν χωρίς παθήματα και την τραχεία και στενή και τεθλιμένη οδό να εισέλθει κάποιος στην πόλη των αγίων και να αναπαυθεί και να συμβασιλεύσει με τον βασιλέα Χριστό.
«Δεῦτε» λοιπόν «καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδο­ναῖς, ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ… ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Αμήν.



  Κυριακή Ε΄ Νηστειών (οσίας Μαρίας Αιγυπτίας).

«Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαινοντες εἰς Ἱεροσολυμα» (Μρ 10, 32).


Ο Κύριος ακολοθούμενος από τους μαθητές του βάδιζε, ανέβαινε προς  τα Ιεροσόλυμα. Ήταν οι τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του. Καθ’ οδόν προέλεγε με λεπτομέρειες «τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν», το θείο δράμα που θα συνέβαινε μετά από λίγο. Οι μαθητές όμως όσα άκουγαν περί προδοσίας, εμπαιγμών, μαστιγώσεων και θανάτου τα παρέβλεπαν και τα παρέτρεχαν. Επηρεασμένοι και αυτοί από την ιδέα που είχαν τότε οι Ιουδαίοι για τον Μεσσία, φαντάζονταν ότι ο Κύριος θα ίδρυε βασιλεία επίγεια στα Ιεροσόλυμα και έτσι θα δοξαζόταν. Γι’ αυτό άρχιζαν να σκέπτονται και να ζητούν θέσεις και μεγαλεία· «δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δοξῃ σου».
Δυστυχώς όμως πολλές φορές κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με εμάς. Ενώ είμαστε και θέλουμε να είμαστε χριστιανοί, θέλουμε ηδονές, απολαύσεις επίγειες, τιμές, δόξες, επιδιώκουμε να μη κακοπαθήσουμε, γογγύζουμε όταν μας έλθει κάποια θλίψη, κάποια δοκιμασία. Έτσι όμως αποδεικνύουμε ότι δεν σκεπτόμαστε όπως θέλει ο Θεός. Δεν ξέρουμε τι ζητούμε.  «Οὐκ οἴδατε τι αἰτεῖσθε» θα έλεγε και σε μας ο Κύριος. Στον κόσμο αυτό άλλος είναι ο σκοπός της ζωής μας. Δεν ζούμε για απολαύσεις και θησαυρούς υλικούς και για κοσμικά μεγαλεία. Σε αυτά παραδίνουν την καρδιά τους, και αυτά επιδιώκουν με κάθε τρόπο να επιτύχουν όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό και παρεξήγησαν, αστόχησαν περί τον σκοπό της ζωής τους. Για όποιον όμως θέλει να είναι ακόλουθος και πιστός μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού, για όποιον θέλει να σωθεί, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Και αυτός, βέβαια, δεν αδιαφορεί για τα απαραίτητα, για τις βιωτικές ανάγκες αυτού του ιδίου και των δικών του. Όμως τις σπουδές, το επάγγελμα, το γάμο και ότι άλλο είναι απαραίτητο για τη ζωή αυτή τα θεωρεί όχι ως σκοπό αλλά ως μέσα για την επίτευξη του σκοπού. Και σκοπός της ζωής του είναι το να  είναι ενωμένος με το Χριστό και με τη χάρη του να γίνει όμοιος με αυτόν. Να έχει και να ζει τη ζωή του Χριστού ή με άλλα λόγια να έχει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται η μέχρι θανάτου υπακοή στο θέλημα του Θεού. «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Μόνο έτσι εξασφαλίζονται οι πραγματικά τιμητικές θέσεις κοντά στο Θεό, γι' αυτό και ο Κύριος ρώτησε τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη αν είχαν την απόφαση να πιουν το «ποτήριον» των θλίψεων και να δεχθούν εν ανάγκη και το «βάπτισμα» του θανάτου χάριν της εις αυτόν πίστεως και υπακοής.
Αυτό το ποτήριο των θλίψεων και το βάπτισμα του θανάτου ήπιαν και βαπτίστηκαν εν καιρώ διωγμών οι άγιοι μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες, οι οποίοι «αίματα έδωκαν και ουρανούς εκληρονόμησαν».
Αυτό το ποτήριο των θλίψεων και το βάπτισμα του κατά προαίρεσιν θανάτου ήπιαν και βαπτίστηκαν, εν καιρώ ειρήνης για την Εκκλησία, οι όσιοί της οι οποίοι υπέστησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, το μακροχρόνιο μαρτύριο της μετανοίας, οι οποίοι «νηστείᾳ, αγρυπνίᾳ, προσευχῇ» αξιώθηκαν να λάβουν «ουράνια χαρίσματα», «τήν ὑπερκόσμιον δόξαν» «τήν δόξαν τήν γλυκείαν, καί φωτουργόν καί πανόλβιον».
Παράδειγμα τέτοιας μετανοίας προβάλλει, ιδιαίτερα σήμερα, η Εκκλησία μας την οσία Μαρία την Αιγυπτία, της οποίας τον βίο έγραψε ο άγιος Πατριάρχης Ιεροσόλυμων Σωφρόνιος. Έζησε αυτή κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, από πολύ μικρή δε, 12 ετών, άρχισε να ζει τη ζωή της αμαρτίας, παρασύροντας πολλούς στην ακολασία των σαρκικών ηδονών. Έζησε τη ζωή αυτή 17 χρόνους, κατόπιν όμως έκανε τέτοια άσκηση και έφτασε σε τέτοιο ύψος αρετής, ώστε να περπατά πάνω στα νερά του Ιορδάνου και να μη βυθίζεται, και όταν προσευχόταν ανυψωνόταν πάνω από τη γη και έμενε μετέωρη στον αέρα. Αιτία δε της ριζικής αυτής μεταβολής, της βαθιάς μετάνοιας υπήρξε η ακόλουθη.
Κατά τις 14 Σεπτεμβρίου πολλοί χριστιανοί μαζεύονταν στα Ιεροσόλυμα για να δουν και να προσκυνήσουν κατά την Ύψωσή του τον Τίμιο Σταυρό. Τότε πήγε εκεί και η Μαρία μαζί με ακόλαστους νέους. Όταν όμως θέλησε να μπει στο ναό της Αναστάσεως για να δει και αυτή τον ζωοποιό Σταυρό, αισθάνθηκε αόρατη δύναμη να την εμποδίζει και έτσι δεν μπορούσε ούτε να εισέλθει ούτε να δει. Συγκλονίστηκε. «Πάντων καταγνούσα των πταισμάτων» προσέβλεψε στην εικόνα της Θεοτόκου και την έβαλε εγγυήτρια, ότι εάν αφηνόταν να μπει και να προσκυνήσει τον Σταυρόν του Κυρίου θα ζούσε στο εξής ζωή σωφροσύνης και δεν θα ξαναμόλυνε το σώμα της. Έτσι πέτυχε εκείνο που ποθούσε αλλά και τήρησε την υπόσχεση που έδωσε. Πέρασε τον Ιορδάνη ποταμό, πήγε στην έρημο και έζησε εκεί σαράντα χρόνια, χωρίς να δει άνθρωπο, με μόνο θεατή των αγώνων της το Θεό. Τόσο αγωνίστηκε η οσία ώστε με τη χάρη του Θεού να ανέβει πάνω από την ανθρώπινη φύση και να αποκτήσει ζωή αγγελική και υπεράνθρωπη. Τη ζωή της, κατά το τέλος της, εξομολογήθηκε στον όσιο Ζωσιμά τον οποίο παρεκάλεσε και της έφερε τα άχραντα Μυστήρια για να κοινωνήσει τον επόμενο χρόνο, κατά την Μ. Πέμπτη. Κατά το μεθεπόμενο έτος, ήλθε και πάλι ο αββάς αλλά την βρήκε νεκρή, και κοντά της γράμματα που έλεγαν· «Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της αθλίας Μαρίας. Πέθανα την ίδια μέρα που κοινώνησα τα Άχραντα Μυστήρια. Να εύχεσαι για μένα».
Της οσίας αυτής η μνήμη εορτάζεται κατά την 1η Απριλίου αλλά και σήμερα, κατά το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής για να μη απελπι­ζόμαστε οι αμαρτωλοί αλλά με μεγαλύτερη προθυμία να κάνουμε τον αγώνα της μετανοίας.

Αναιδώς λοιπόν και εμείς, κατά τον επίσης Αιγύπτιο όσιο Μακάριο, και αδιαλείπτως ας ζητάμε την παρά του Κυρίου χάρη και βοήθεια. Διότι για τους αμαρτωλούς ήλθε, για να θεραπεύσει αυτούς που τον πιστεύουν. Μόνο ας κρατάμε, όσο μας είναι δυνατόν, μακριά από την κακία τους εαυτούς μας, ας μισούμε την αμαρτία και τις κοσμικές απάτες και ας αποστρεφόμαστε τους πονηρούς και μάταιους λογισμούς, πάντοτε δε, κατά δύναμιν, ας είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο. Και αυτός είναι έτοιμος να βοηθήσει την ψυχή που δεν αναπαύεται στα κοσμικά αλλά περιμένει να ευφρανθεί και να αναπαυθεί με τη θεία ανάπαυση και αγαθότητα. Και έτσι η ψυχή αυτή, αφού με την πίστη πετύχει την επουράνια δωρεά και αναπαυθεί με τη χάρη, προκόβει καθημερινά στο αγαθό, παραμένοντας στο δρόμο της αρετής, μακριά από την κακία· και μη λυπώντας την χάρη του Θεού, καταξιώνεται της αιωνίου σωτηρίας, μαζί με όλους τους αγίους, των οποίων το άγιο παράδειγμα μιμήθηκε. Αμήν.


 Κυριακή Δ΄ Νηστειών (οσίου Ιωάννου της Κλίμακος).

«Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας, καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς  ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας»


Μετάνοια σημαίνει αποχή από την αμαρτία και βίωση των αρετών, των οποίων αιτία και σκοπός είναι ο Χριστός. Και για αυτές τις αρετές μας ομιλεί κατ’ εξοχήν, με το βιβλίο του Κλίμαξ, ο όσιος Ιωάννης Σιναίτης, του οποίου τη μνήμη επιτελεί σήμερα, Τετάρτη Κυριακή της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας.
Ο όσιος Ιωάννης, ο επικαλούμενος και της Κλίμακος, γεννήθηκε και έζησε κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Η οικογένειά του πιθανότατα ήταν εύπορη, αφού του πρόσφερε τη δυνατότητα να λάβει ανώτερη μόρφωση. Σε ηλικία 16 ετών πήγε στο όρος Σινά, όπου εκτός από τους κοινοβιάτες αδελφούς, του εκεί περίφημου μοναστηριού, ήταν σε διάφορες τοποθεσίες και πολυάριθμοι αναχωρητές. Πήγε σε ένα από τους καλύτερους, τον Μαρτύριο. Αν και ο Ιωάννης ήταν άριστος στην κατά κόσμον σοφία, υποτασσόταν σε ένα αμαθή κατά κόσμον Γέροντα για να διδάσκεται από αυτόν την ουράνια επιστήμη και αγγελικά μαθήματα. Μετά τετραετία δέχθηκε τη μοναχική κουρά, εξακολούθησε δε να υποτάσσεται στον Γέροντά του και έτσι εξόρισε από την ψυχή του το ίδιον θέλημα, για να μην πλανηθεί, καθώς πλανώνται όσοι είναι αυτάρεσκοι και φίλαυτοι και θέλουν να κάνουν τα θελήματα και τις ορέξεις τους, και οδηγούνται στην απώλεια. Αφού αγωνίστηκε έτσι επί 19 χρόνια και στολίστηκε με τους πολύτιμους στεφάνους της μακαρίας υποταγής, απήλθε προς τον Κύριο ο πνευματικός του πατέρας, για να στεφανωθεί κατά τους κόπους του, και να είναι μετά θάνατον, καθώς ήταν στη ζωή αυτή, μεσίτης και πρέσβης θερμότατος υπέρ του μαθητού του.
Ο Ιωάννης τον έθαψε με λύπη μεγάλη και κατόπιν με όπλα δυνατά τις ευχές και τις παραγγελίες του Γέροντά του εισήλθε και αυτός στο στάδιο της ησυχίας, μένοντας σε κάποιο μεμονωμένο κελλί στον τόπο που σήμερα ονομάζεται Θολάς. Εκεί παρέμεινε 40 χρόνια, χωρίς να παραμελεί ούτε στιγμή το μοναχικό του έργο, καθόσον άναβε πάντοτε στην καρδιά του η αγάπη του Θεού. Έτρωγε μεν από όλες τις τροφές που επιτρέπεται να τρώνε οι μοναχοί, όμως έτρωγε πολύ λίγο, τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να ζει και όχι για να χορταίνει. Αυτό δε το έκανε σοφότατα, αφ’ ενός μεν για να μη ενοχλείται και νικιέται από την υπερηφάνεια, αφ’ ετέρου δε, με τη λιγοστή τροφή, να χαλιναγωγεί τις ορέξεις της κοιλίας. Με το να μη έχει συναναστροφές με ωραία πρόσωπα έσβησε τη φλόγα της σαρκικής επιθυμίας, με την ελεημοσύνη δε και με το λίγο και αναγκαίο το οποίο κρατούσε για τον εαυτό του κατανίκησε τη φιλαργυρία, η οποία είναι κατά τον μακάριο Παύλο ειδώλων προσκύνησις. Με την αδιάλειπτη θύμηση του θανάτου κεντούσε πάντοτε την ψυχή του, την βίαζε να διώχνει την τεμπελιά και την ανάγκαζε να ασχολείται με μόνα τα θεία έργα. Με τη μάχαιρα της υπακοής, στην οποία είχε κάνει τόσους χρόνους, είχε νεκρωμένο το πάθος του θυμού και την από την οργή έξαψη. Ακόμη σιωπώντας και μη βγαίνοντας από το κελλί του θανάτωσε την κενοδοξία και τον βλαβερό έπαινο και τη φαρμακερή δόξα των ανθρώπων· ως χαρίσματα δε πήρε από τον Θεό την μακαρία και υψοποιό ταπείνωση, καθώς και την παντοτινή ροή των δακρύων. Τον ύπνο χρησιμοποιούσε, αυτός ο επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, με μεγάλη εγκράτεια. Κοιμόταν μια ώρα την νύκτα την υπόλοιπη δε, καθώς και όλη την ημέρα, εργαζόταν και προσευχόταν. Πριν κοιμηθεί προσευχόταν ώρα πολλή και καταγινόταν με την ανάγνωση και το γράψιμο των βιβλίων του.
Όλη του η ζωή ήταν πόθος και αγάπη προς τον Θεό, όλοι δε επιθυμούσαν να ακούν τις ψυχωφελείς του νουθεσίες. Μεταξύ αυτών ήταν και κάποιος μοναχός ονόματι Μωυσής, ο οποίος μετά από πολλές παρακλήσεις και τη μεσιτεία άλλων πατέρων, κατόρθωσε να τον δεχθεί ο όσιος ως μαθητή και υποτακτικό του. Κάποιο μεσημέρι, ο μοναχός αυτός, μετά από κουραστικό διακόνημα και καθώς έκαιγε πολύ ο ήλιος, έπεσε να αναπαυθεί λίγο κάτω από ένα μεγάλο βράχο, ο οποίος όμως έμελε σε λίγο να αποσπαστεί και να καταπέσει. Την ώρα εκείνη προσευχόταν ο όσιος στο κελλί του έχοντας το νου προσηλωμένο στο Θεό και εκεί του ήλθε λίγος λεπτότατος ύπνος. Είδε τότε κάποιον ιεροπρεπή και σεβάσμιο άνθρωπο να τον ονειδίζει και να του λέει· Ιωάννη πώς κοιμάσαι αμέριμνος ενώ ο Μωυσής κινδυνεύει να θανατωθεί; Σηκώθηκε αμέσως ο άγιος και άρχισε να προσεύχεται για τον μαθητή του με πολλή θερμότητα. Ο δε Θεός υπάκουσε στον πιστό του δούλο και γλίτωσε τον υποτακτικό από τον ανέλπιστο θάνατο. Ενώ κοιμόταν και κόντευε να πέσει ο βράχος πάνω του και να τον συντρίψει, νόμισε ότι τον φώναζε ο όσιος να φύγει από εκεί το συντομότερο. Σηκώθηκε έντρομος, πήδησε από τη σκιά που κοιμόταν και αμέσως αποσπάστηκε ο βράχος και έπεσε στον τόπο εκείνο. Κατά την ώρα του εσπερινού επέστρεψε ο Μωυσής στο κελλί και όταν ρωτήθηκε από τον όσιο αν του συνέβη κάποιος πειρασμός ή ανέλπιστη βλάβη τη μέρα εκείνη, διηγήθηκε το περιστατικό και ότι εάν δεν ξυπνούσε από τη φωνή του οσίου και δεν έφευγε από τον τόπο που κοιμόταν, ο βράχος ασφαλώς θα τον συνέτριβε. Άκουσε αυτά ο μέγας και ταπεινόφρων Ιωάννης αλλά δεν φανέρωσε στον μαθητή του το όραμα ούτε ότι δεήθηκε στον Θεό γι’ αυτόν, αλλά δόξαζε τον πολυεύσπλαχνο Κύριο και τον ευχαριστούσε διότι λύτρωσε τον υποτακτικό του από αιφνίδιο και τραγικό θάνατο.
Στο ασκητήριο του Θολά παρέμεινε ο όσιος μέχρις ότου κατά επίμονη απαίτηση των κοινοβιατών αδελφών της μονής Σινά δέχθηκε και έγινε ηγούμενός τους. Νοσταλγώντας όμως την ερημική ζωή, μετά μερικά έτη, άφησε την ηγουμενία και επανήλθε στο ερημητήριό του, όπου και τελειώθηκε σε ηλικία περίπου 70 ετών.
Υπάρχουν και άλλα περιστατικά, όπως εκείνο που προαναφέρθηκε, τα οποία δείχνουν τη αρετή και την παρρησία την οποία είχε ο άγιος κοντά στον Θεό, τα οποία παραλείπουμε για λόγους συντομίας. Εκείνο όμως που δεν μπορούμε να μη αναφέρουμε είναι ότι ο όσιος αυτός Ιωάννης άφησε δύο συγγράμματα, την Κλίμακα, την οποία οι μοναχοί ονόμαζαν και αγία Κλίμακα ή Κλίμακα του Παραδείσου η Κλίμακα των αρετών, και λόγον «εἰς τον Ποιμένα». Την ιδέα της συγγραφής της Κλίμακος και τον τίτλο της θεωρείται ότι υπέβαλε ο ομώνυμος φίλος του οσίου μας και ηγούμενος της μονής Ραϊθού κοντά στην Ερυθρά θάλασσά.
Από την κλίμακα αυτή των αρετών η οποία φέρει μέχρι τις κορυφές της πνευματικής τελειότητας και από τον λόγο περί μετανοίας, ως επίκαιρο, παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεό για νέα ζωή. Μετάνοια σημαίνει σκέψη αυτοκατακρίσεως· αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για τη σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξης της απελπισίας. Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωση με τον Κύριο, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων.
Κανείς από όσους πενθούν για τις αμαρτίες τους ας μη περιμένει την πληροφορία ότι συγχωρήθηκε, τη στιγμή του θανάτου του. Διό­τι κάτι που είναι άγνωστο είναι και αβέβαιο.
Όπου εμφανιστεί το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες λύθηκε. Όπου εμφανιστεί απέραντη ταπείνωση, ο δεσμός για τις αμαρτίες λύθηκε. Όσοι έφυγαν από τη ζωή αυτή χωρίς αυτά τα δύο, ας μη πλανώνται· είναι δεμένοι.
Όποιος θρηνεί τον εαυτό του δεν βλέπει…την πτώση…του άλλου. Απόδειξη ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας. Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις που μας συμβαίνουν είτε από τους ανθρώπους είτε από τους δαίμονες, και για πολύ περισσότερες.

Είθε και η δική μας ζωή να είναι ζωή μετανοίας, της οποίας τους καρπούς ήδη από την παρούσα ζωή να γευτούμε, με τις πρεσβείες του σήμερα εορταζομένου οσίου Ιωάννου του Σιναίτου και όλων των άλλων πραγματικά μετανοημένων. Αμήν.



  Κυριακή Γ΄ Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως)

«ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» (Μρ 8, 34).



Σήμερα Τρίτη Κυριακή των Νηστειών βρισκόμαστε στο μέσον της αγίας και Μεγάλης Τεσαρακοστής. Πέρασαν ήδη τρεις εβδομάδες αυτής και υποτίθεται ότι ήταν εβδομάδες νηστείας και γενικά έντονου πνευματικού αγώνος. Ως εκ τούτου είναι επόμενο πολλοί χριστιανοί να κουράστηκαν ή να μειώθηκε ο ζήλος τους. Η Εκκλησία προκειμένου να ανανεώσει τον αγωνιστικό ζήλο και να δυναμώσει το κουράγιο προβάλλει, προσφέρει για προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό πάνω στον οποίο θυσιάστηκε ο Κύριος, του οποίου το παράδειγμα καλούμαστε να μιμηθούμε, καλούμαστε να γίνουμε και εμείς μέτοχοι του μυστηρίου του Σταυρού. Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιο είναι το μυστήριο αυτό και πως μπορούμε να το ζούμε στην καθημερινή μας ζωή. Ανάγκη να ξεκινήσουμε από την αρχή, από τον άγιο Θεό.
Ο άγιος τριαδικός Θεός είναι ανενδεής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από τίποτε και είναι αγάπη. Έτσι έκανε και τον άνθρωπο. Χωρίς καμμιά ανάγκη, γεμάτο από χαρίσματα, ελεύθερο να δίνεται και να αγαπά.
Με την πτώση όμως άλλαξαν εντελώς τα πράγματα. Διότι ως συνέπεια της αμαρτίας ήλθαν η φθορά, η αρρώστια, ο θάνατος. Η ζωή του ανθρώπου γέμισε ανάγκες και κινδύνους. Ο άνθρωπος έγινε ιδιοτελής. Δηλαδή στρέφεται προς τον εαυτό του, έκανε κέντρο του κόσμου τον εαυτό του. Κοιτά διαρκώς πως να γλιτώσει από τους κινδύνους που τον περιζώνουν και πως να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. Έτσι έπαψε να αγαπά, να δίνεται και να θυσιάζεται για τον άλλο.
Το κενό που του δημιούργησε η έλλειψη της χάριτος του Θεού προσπαθεί να το γεμίσει με διάφορα υποκατάστατα. Προσπαθεί να το γεμίσει με την κατοχή διαφόρων μη αναγκαίων υλικών αγαθών και έτσι γίνεται φιλάργυρος. Την πνευματική ευφροσύνη που έχασε χάνοντας την επικοινωνία με το Θεό προσπαθεί να την αναπληρώσει με την απόλαυση σαρκικών ηδονών και έτσι γίνεται φιλήδονος. Επειδή στερείται τη δόξα που δίνει ο Θεός και που είναι η χάρη του Θεού, προσπαθεί να αποκτήσει και να απολαύσει την εφήμερη ανθρώπινη δόξα και γίνεται φιλόδοξος.
Με μια λέξη έγινε και είναι εγωιστής και διαρκής επιδίωξή του είναι η ικανοποίηση αυτού του εγωισμού. Κύριες εκδηλώσεις του εγωιστού είναι η εμπιστοσύνη και η εμμονή στη δική του γνώμη, και προπαντός η προσπάθεια για ικανοποίηση της δικής του επιθυμίας και του δικού του θελήματος. Έτσι η ζωή του γίνεται ξένη προς τη ζωή του Θεού που είναι αγάπη, δόσιμο, θυσία. Ο εγωισμός είναι ένα κλείσιμο, φυλάκιση στον αμαρτωλό εαυτό μας και αποκλεισμός από το ζωντανό και ζωοδότη Θεό και τους αδελφούς. Μαρασμός και θάνατος πνευματικός.
Με όσα προαναφέρθηκαν γίνεται φανερό ότι πρέπει να αφήσουμε αυτή τη νεκρή ζωή και να αποκτήσουμε ως θεόπλαστοι, τη ζωή του Θεού, τη ζωή της αγάπης. Αυτή είναι η μόνη που μπορεί να αναπαύσει τον άνθρωπο διότι για αυτή τη ζωή είναι πλασμένος.
Αυτή τη μη εγωιστική, τη ζωή της αληθινής αγάπης, της θυσίας, ήλθε έζησε και μας υπέδειξε ο Χριστός. Μας τόνισε: «ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν». Αυτός που εγωιστικά αγαπά τον εαυτό του και προσπαθεί να περισώσει την εγωιστική ζωή του, θα τη χάσει. Διότι αυτή η ζωή είναι θάνατος σε σχέση με τη θεϊκή ζωή της αγάπης, την οποία αγάπη θα κερδίσει εκείνος που θυσιάζει τον εαυτό του και τη ζωή του χάριν των άλλων, χάριν του Χριστού και των αδελφών του.
Ο Κύριος έδειξε την αγάπη προς τον Πατέρα του απαρνούμενος, θυσιάζοντας το δικό του θέλημα (αν και ήταν φυσικό και άγιο) και κάνοντας υπακοή στο θέλημα του ουρανίου Πατρός. Mέγιστη ένδειξη αυτής της αυταπαρνήσεως και της υπακοής υπήρξε ο επί του Σταυρού θάνατος, διότι τον υπέμεινε με τη θέλησή του, κάνοντας υπακοή στο θέλημα του Θεού Πατέρα· «ἐταπεί­νωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπή­κοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ».
Ταυτοχρόνως όμως ο Σταυρός του Χρι­στού αποτελεί και την μέγιστη εκδήλωση της αγάπης προς τον άνθρωπο. Με το θάνατο του Χριστού νεκρώθηκε το φθαρτό και θνη­τό και με την Ανάσταση χαρίστηκε στην ανθρώπινη φύση η αφθαρσία και η αθανασία.
Ακόμη ο Σταυρός και ο θάνατος του Χριστού είναι η μέγιστη ταπείνωση του υψίστου Θεού και η μέγιστη δόξα. Ο Εσταυρωμένος κατά την ορθόδοξη εικονογραφία είναι ο βασιλεύς της δόξης· διότι δόξα αληθινή δεν είναι η υπερηφάνεια αλλά η ταπείνωση.
Έτσι ο σταυρός από ατιμωτικός θάνατος έγινε μυστήριο καταλλαγής, συμφιλιώσεως με το Θεό και σωτηρίας.
Το μυστήριο αυτό του Σταυρού, της αυταπαρνήσεως δηλαδή και της αγάπης και της υπακοής στο Θεό, ενεργούσε και πριν τη Σταύρωση. Με αυτό αναδείχθηκαν φίλοι του Θεού όλοι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης.
Το μυστήριο του Σταυρού ενεργεί κατεξοχήν στους αγίους Μάρτυρες οι οποίοι απαρνούμενοι τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ», έδειξαν τη μεγάλη τους αγάπη προς το Χριστό, του οποίου τη ζωή κληρονόμησαν.
Το μυστήριο αυτό ζουν και οι μοναχοί απαρνούμενοι το θέλημά τους και κάνοντας υπακοή, καθώς και με τη νηστεία, την αγρυπνία και τις άλλες κακοπάθειες, και έτσι γίνονται μέτοχοι ζωής αιωνίου.
Στο Σταυρό, το θάνατο (αλλά και την Ανάσταση) του Χριστού, συμμετέχουμε και εμείς με το άγιο Βάπτισμα· îὅσοι ἐβαπτί­σθη­μεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημενï. Αλλά το μυστήριο αυτό ενεργοποιούμε και αξιοποιούμε όταν ζούμε ανάλογη σταυρική ζωή.
«Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύ­ρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις». Με τη νηστεία και τη γενικότερη εγκράτεια -πάντα συνεργούσης της χάριτος του Θεού- σταυρώνεται η σάρκα ως προς τις ηδονικές τροφές και τα ηδονικά ποτά και απαλλάσσεται από τη γαστριμαργία και γενικότερα τη φιληδονία.
Με την ολιγάρκεια και την ελεημοσύνη σταυρωνόμαστε ως προς τα χρήματα και τα κτήματα και απαλλασσόμαστε από τη φιλαργυρία και την ασπλαχνία.
Με την αφάνεια και την ταπείνωση σταυρωνόμαστε ως προς τη μάταιη ανθρώπινη δόξα και απαλλασσόμαστε από την υπερηφάνεια, την κενοδοξία και την ανθρωπαρέσκεια.
Με τη σιωπή σταυρωνόμαστε ως προς την πολυλογία, την αργολογία, την κατάκριση και την καταλαλιά.
Τέλος με την υπομονή στις αδικίες και τις συκοφαντίες, την παραίτηση από τα δικαιώματά μας και την εκκοπή, την απάρνηση κάθε θελήματός μας και την υπακοή, δίνουμε τη χαριστική βολή στον εγωισμό.

Έτσι γινόμαστε και εμείς φίλοι του Θεού. Καθώς πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος αρχίζει να ζει ο νέος, ο εν Χριστώ και κατά Χριστόν. Μια νέα ζωή κερδίζεται. Η αιώνιος ζωή, η ζωή του Χριστού. Ο άνθρωπος γίνεται χριστοφόρος και χριστοειδής αιώνιος και αθάνατος διότι είναι ένα με τον αιώνιο και αθάνατο Κύριο, ω η δόξα εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.




Λόγος Κατηχητήριος ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τής Α.Θ.Π., τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου






Ομιλία εις την Κυριακή της Απόκρεω (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)

1. Την περασμένη Κυριακή η Εκκλησία εμνημόνευε την απερίγραπτη φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς που παρουσιάζεται με την παραβολή του σεσωσμένου ασώτου. Την σημερινή Κυριακή διδάσκει περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως του Θεού, χρησιμοποιώντας μια καλή τάξι και ακολουθώντας τις προφητικές φωνές· διότι, λέγει, «θα σου ψάλω, Κύριε, έλεος και κρίσι», και «μια φορά ελάλησε ο Θεός και άκουσα τα δυο αυτά, ότι το κράτος είναι του Θεού και ιδικό σου, Κύριε, το έλεος, διότι εσύ θ' αποδώσης στον καθένα κατά τα έργα του».
2. Το έλεος λοιπόν και η μακροθυμία προηγείται της θείας κρίσεως. Πραγματικά ο Θεός, έχοντας και περιέχοντας κατ' εξοχήν όλες τις αρετές, και όντας συγχρόνως δίκαιος και ελεήμων, επειδή το έλεος δεν συμβαδίζει με την κρίσι, σύμφωνα με το γραμμένο, «να μη ευσπλαγχνισθής πτωχό κατά την κρίσι», ευλόγως ο Θεός κατένειμε το καθένα στον καιρό του· τον παρόντα καιρό τον ώρισε για την μακροθυμία, τον μέλλοντα για την ανταπόδοσι. Γι' αυτό τα τελούμενα στην Εκκλησία η θεία χάρις διέθεσε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε εμείς αντιλαμβανόμενοι τούτο, ότι την συγγνώμη για τα αμαρτήματα λαμβάνομε από τα εδώ συμβαίνοντα, να σπεύσωμε, όσο ζούμε ακόμη στον παρόντα βίο, να επιτύχουμε το αιώνιο έλεος και να καταστήσωμε τους εαυτούς μας αξίους της θείας φιλανθρωπίας. Διότι εκείνη η κρίσις, η τελευταία, είναι ανηλέητος γι' αυτόν που δεν έδειξε έλεος.
3. Περί της απερίγραπτης λοιπόν για μας ευσπλαγχνίας του Θεού ομιλήσαμε μόλις προ ολίγου. Σήμερα δε θα ομιλήσωμε περί της δευτέρας παρουσίας του Χριστού, καθώς και περί της φρικωδεστάτης κρίσεως και περί όσων θα συμβούν κατ' αυτήν απορρήτως- πράγματα που οφθαλμός δεν είδε και ους δεν ήκουσε και που δεν ανέβηκαν στη σκέψι ανθρώπου, αν είναι αμέτοχη θείου Πνεύματος, που υπερβαίνουν όχι μόνο την ανθρώπινη αίσθησι, αλλά και τον ανθρώπινο νου και λόγο. Διότι, αν και αυτός που μας διδάσκει για όλα τούτα είναι αυτός που γνωρίζει τα πάντα και πρόκειται να κρίνη όλη τη γη, αλλά συγκαταβαίνει προς την δυναμικότητα των διδασκομένων, προσφέροντας τους λόγους συμμέτρους προς αυτήν. Γι' αυτό εισάγονται αστραπή και νεφέλες, σάλπιγξ και θρόνος και τα όμοια με αυτά, αν και σύμφωνα με την επαγγελία του περιμένομε καινούς ουρανούς και καινή γη, αφού τα παρόντα αλλοιωθούν.
4. Αν δε αυτά και μόνο λεγόμενα, μάλιστα δε λεγόμενα συγκαταβατικώς, γεμίζουν την ψυχή των συνετών ακροατών με φρίκη και δέος, ποιός θα βαστάση τότε που θα τελούνται τα ίδια τα πράγματα; Πόσο άξιοι πρέπει να είμαστε στα άγια σπουδάσματα και στην ευσέβεια, όταν προσδοκούμε την παρουσία της ημέρας του Θεού, για την οποία, όπως λέγει ο θείος Πέτρος, «οι μεν ουρανοί πυρακτωμένοι θα διαλυθούν, τα δε στοιχεία καιόμενα θα λειώσουν, ενώ η γη και τα κτίσματα που υπάρχουν σ' αυτήν θα κατακαούν;». Πριν δε από αυτά θα πραγματοποιηθή η σκληρή παρουσία και επήρεια του Αντιχρίστου κατά της πίστεως, η οποία, αν δεν εκολοβωνόταν επιτραπείσα για λίγον χρόνο, δεν θα εσωζόταν κανένας άνθρωπος, όπως λέγει ο Κύριος στα ευαγγέλια. Γι' αυτό παραγέλλει στους μαθητάς του «αγρυπνείτε λοιπόν παρακαλώντας όλον τον καιρό, για να καταξιωθήτε ν' αποφύγετε όλα όσα πρόκειται να συμβούν και να σταθήτε εμπρός στον Υιό του ανθρώπου».
5. Βέβαια όλα εκείνα είναι γεμάτα υπερβολική φρίκη, αλλά γι' αυτούς που δαπανούν τον βίο τους σε απιστία και αδικία και ραθυμία απειλούνται ακόμη δεινότερα από αυτά, καθώς λέγει ο ίδιος ο Κύριος· «τότε θα κλαύσουν όλες οι φυλές της γης». Φυλές δε της γης είναι αυτοί που δεν επειθάρχησαν στον ελθόντα από τον ουρανό, που δεν αναγνωρίζουν και δεν επικαλούνται τον ουράνιο Πατέρα ούτε ανεβάζουν προς αυτόν το γένος δια της ομοιότητος των έργων. Λέγει πάλι ότι «η ημέρα εκείνη θα επέλθει σαν παγίδα σε όλους όσοι κάθονταν επάνω στο πρόσωπο της γης, δηλαδή σ' εκείνους που με την κραιπάλη και μέθη, με τις τρυφές και τις βιωτικές μέριμνες είναι προσηλωμένοι στη γη και στα γήινα και έχουν προσκολληθή ολοσχερώς στα φαινόμενα κατά την αίσθησι λαμπρά, στον πλούτο, στη δόξα και στην ηδονή. Πραγματικά με την λέξι «πρόσωπο» της γης αινίχθηκε τον φαινομενικώς χαρωπό χαρακτήρα της, ενώ με την λέξι «κάθονται» υπονοεί την επίμονη και ενδόμυχη προσήλωση. Με τους λόγους δε αυτούς συνάπτει προς τους ασεβείς αυτούς που αμάρτησαν αμετανοήτως έως το τέλος, όπως προείπε και ο Ησαΐας, ότι «θα πάρουν φωτιά οι άνομοι και οι αμαρτωλοί συγχρόνως, και δεν θα υπάρξει κανείς να την σβήση». «Η ιδική μας όμως πολιτεία ευρίσκεται στους ουρανούς, από τους οποίους και αναμένομε τον Σωτήρα», λέγει ο απόστολος· και «εσείς δεν είσθε από αυτόν τον κόσμο», έλεγε προς τους μαθητάς του ο Κύριος, προς τους οποίους πάλι λέγει ότι, «όταν θα τελούνται όλα αυτά, ν' ανασηκωθήτε και να υψώσετε τα κεφάλια σας, διότι προσεγγίζει η απολύτρωσίς σας».
6. Βλέπετε ότι οι ζώντες κατά τον Χριστό γεμίζουν ανέκφραστη χαρά και παρρησία για τα συμβαίνοντα ευθύς έπειτα από εκείνα, ενώ οι ζώντες κατά την σάρκα είναι γεμάτοι αισχύνη και οδύνη και κατήφεια; Καθώς φωνάζει και ο Παύλος λέγοντας, «ο Θεός θ' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του, σ' εκείνους δηλαδή που επιζητούν με έργο αγαθό κατά υπομονή δόξα και τιμή και αφθαρσία θα αποδώσει ζωή αιώνια, ενώ για τους απειθούντας στην αλήθεια, πειθομένους δε στην αδικία θα υπάρξει θυμός και οργή, θα υπάρξει θλίψις και στενοχώρια σε κάθε άνθρωπο που κατεργάζεται το κακό». Πραγματικά παλαιά επί του Νώε, όταν αυξήθηκε η αμαρτία και επικράτησε σε όλο σχεδόν το ανθρώπινο γένος, ήλθε από τον Θεό κατακλυσμός, που κατέστρεψε κάθε πνοή, ενώ μόνο ο δίκαιος αυτός με την οικογένειά του διαφυλάχθηκε για χάρη της γενέσεως ενός δευτέρου κόσμου. Πάλι δε έπειτα από αυτόν ο Θεός την αυξηθείσα κακία περιέκοπτε μερικώς, όπως επί παραδείγματι όταν αποτέφρωσε με πυρ τους Σοδομίτες, κατεπόντισε στη θάλασσα τους Φαραωνίτες, το δε πάντολμο γένος των Ιουδαίων απεδεκάτισε με πείνα και στάση, με νόσους και πικρές ποινές.

7. Ο κοινός όμως ιατρός, που εχρησιμοποίησε χάριν του γένους μας τα αυστηρά φάρμακα και ιατρεύματα, δεν παρέλειψε εκείνα που είναι ευάρεστα και ωφελούν μ' ευχαρίστηση, αλλά ανύψωσε πατέρες, ανέδειξε προφήτες, ετέλεσε σημεία, έδωσε τον μωσαϊκό νόμο, έστειλε αγγέλους. Επειδή δε και αυτά ήσαν ανίσχυρα για την ασυγκράτητη ορμή της κακίας μας, κατήλθε στη γη κλίνοντας προς τα κάτω τους ουρανούς ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, το μεγάλο ιατρικό που καταπαύει τις βαρείες αμαρτίες· και αφού έγινε για μας τα πάντα, πλην της αμαρτίας, κατήργησε την αμαρτία στον εαυτό του· έπειτα ενίσχυσε κι' εμάς, ώστε να αμβλύνη το κεντρί εκείνης, και επαραδειγμάτισε στον σταυρό τους αρχηγούς και συνεργούς αυτής καταργώντας δια του θανάτου τον έχοντα την εξουσία του θανάτου.
8.  Και, αφού όπως στην εποχή του Νώε κατέκλυσε με ύδωρ τους αμαρτωλούς, έτσι ύστερα κατέκλυσε την αμαρτία δια της δικαιοσύνης και χάριτός του, ανέστησε τον εαυτό του αθάνατο, σαν σπέρμα και απαρχή του αιωνίου κόσμου, σαν παράδειγμα και παράσταση τής με βεβαιότητα ελπιζομένης από εμάς αναστάσεως. Αφού δε ανέστη και αναλήφθηκε στους ουρανούς, εξαπέστειλε σε όλη την οικουμένη αποστόλους, προέβαλε μέγα στίφος μαρτύρων, προέστησε πλήθος διδασκάλων, ανέδειξε συνάξεις οσίων. Επειδή δε, ενώ έκαμε τα πάντα, χωρίς να παραλείψει τίποτε από τα απαραίτητα, είδε πάλι την κακία λόγω του αυτεξουσίου της προαιρέσεώς μας να κορυφώνεται τόσο πολύ, ή μάλλον τότε θα την ιδεί να ανυψώνεται, ώστε τότε πλέον οι άνθρωποι να προσκυνήσουν και να υπακούσουν στον Αντίχριστο, εγκαταλείποντας τον αληθινό Θεό και τον αληθινό Χριστό του· γι' αυτό θα κατέλθη πάλι από τους ουρανούς με πολλή δύναμι και δόξα, όχι για να μακροθυμήσει, αλλά για να τιμωρήσει εκείνους που δια των πονηρών έργων εθησαύρισαν στους εαυτούς των την οργή κατά τον καιρό της μακροθυμίας του· και τους μεν αθεράπευτους θ' αποκόψει από τους υγιείς ως σάπια μέλη και θα τους παραδώση στο πυρ, τους δε ιδικούς του θ' απαλλάξη από την επήρεια και την συναναστροφή των πονηρών ανθρώπων και θα τους καταστήσει κληρονόμους της βασιλείας των ουρανών.
9. Ευθύς λοιπόν μετά την βδελυρά παρρησία του Αντιχρίστου θα κλονήσει τα πάντα αυτός που συγκρότησε τα πάντα, κατά το λεχθέν από τον προφήτη, ότι ακόμη μια φορά «εγώ θα σείσω όχι μόνο την γη, αλλά και τον ουρανό». Ευθύς λοιπόν κλονίζει τον κόσμο και λύει το ανώτατο όριο του σύμπαντος, συμπτύσσει το ουράνιο κύτος και αναμιγνύει την γη με πυρ και συγχέει το παν, από κάτω μεν αναμοχλεύοντας τα παγκόσμια θα ελέγαμε θεμέλια, από άνω δε στέλλοντας το πλήθος των άστρων σαν απερίγραπτους κεραυνούς επάνω στα κεφάλια των θεοποιησάντων τον πονηρό, έτσι ώστε δι' αυτών πρώτα να τιμωρηθούν όσοι επίστευσαν στον Αντίχριστο, διότι προσηλώθηκαν με τον νου και επείσθηκαν στον αντίθεο ως θεό. Έπειτα δε, αφού επιφανεί ο ίδιος με άφατη δόξα, δια δυνατής σάλπιγγος, όπως παλαιά δι' εμφυσήματος τον προπάτορα, θα ζωώσει όλους και θα παρουσιάσει ενώπιόν του ζωντανούς όλους τους από τους αιώνας νεκρούς. Και τους μεν ασεβείς δεν θα φέρει σε κρίση ούτε θα τους αξιώσει κανένα λόγο· διότι οι ασεβείς, κατά το γεγραμμένο, δεν θ' αναστηθούν για κρίσι, αλλά για κατάκρισι.

10. Θα προβάλει δε για την κρίσι όλα τα δικά μας, κατά την αναγινωσκομένη σήμερα φωνή του ευαγγελίου· διότι, λέγει, «όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου στη δόξα του και όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του». Κατά την πρώτη του παρουσία η δόξα της θεότητός του εκρυπτόταν κάτω από την σάρκα την οποία ανέλαβε από εμάς υπέρ ημών, τώρα κρύπτεται προς τον Πατέρα στον ουρανό μαζί με την ομόθεη σάρκα, τότε δε θα αποκαλύψει όλη τη δόξα· διότι θα φανεί ολόλαμπρος από ανατολή έως τη δύση, περιαυγάζοντας τα πέρατα με ακτίνες θεότητος, ενώ παγκόσμιος και ζωοποιός σάλπιγγα θα ηχεί παντού και συγχρόνως θα συγκαλεί προς αυτόν τα πάντα. Προηγουμένως έφερε μεν και τους αγγέλους μαζί του, αλλά αφανώς, συγκρατώντας τον ζήλο τους κατά των θεομάχων ύστερα όμως θα φθάσει φανερά και δεν θα αποσιωπήσει, αλλά θα ελέγξει και θα παραδώσει τους απειθείς στις ποινές.
11. «Όταν λοιπόν έλθει ο Υιός του ανθρώπου στη δόξα του και έλθουν όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του, τότε», λέγει, «θα καθίσει επάνω στον θρόνο δόξας του». Διότι έτσι προείδε και προείπε ο Δανιήλ· «ιδού», λέγει, «ετοποθετήθηκαν θρόνοι και εκάθισε ο Παλαιός των Ημερών και είδα ωσάν τον Υιό του ανθρώπου να έρχεται επάνω στις νεφέλες του ουρανού, και έφθασε έως τον Παλαιό των Ημερών και του εδόθη όλη η τιμή και η εξουσία- χίλιες χιλιάδες ελειτουργούσαν σ' αυτόν και μύριες μυριάδες παραστέκονταν σ' αυτόν». Σε συμφωνία με αυτόν λέγει και το Ιερό ευαγγέλιο, τότε «θα συναχθούν όλα τα έθνη εμπρός του· και θα τους ξεχωρίσει ανάμεσά τους, όπως ο ποιμήν ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια». Πρόβατα καλεί τους δικαίους ως πράους και επιεικείς, που εβάδισαν την ομαλή οδό των αρετών, την πατημένη από αυτόν τον ίδιο, και ως αφομοιωμένους με αυτόν επειδή και αυτός ονομάσθηκε αμνός από τον Πρόδρομο και Βαπτιστή που είπε, «ιδού ο αμνός του Θεού που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου». Γίδια δε καλεί τους αμαρτωλούς, ως θρασείς και ατάκτους, και φερομένους προς τους κρημνούς της αμαρτίας. Και λέγει, τους πρώτους θα τοποθετήσει δεξιά του ως εργάτες δεξιών έργων, τους άλλους που δεν είναι εργάτες τέτοιων έργων θα τοποθετήσει στ' αριστερά. «Τότε θα είπη ο Βασιλεύς», λέγει, χωρίς να προσθέσει ποιος ή ποιών βασιλεύς, αφού δεν υπάρχει άλλος εκτός από αυτόν διότι με όλο που και εκεί είναι πολλοί κύριοι και βασιλείς, αλλά ένας είναι πραγματικά Κύριος, ένας βασιλεύς, ο φυσικώς δεσπότης του σύμπαντος. Θα ειπεί λοιπόν τότε στους από τα δεξιά του ο μόνος βασιλεύς· «εμπρός οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ετοιμασμένη για σας από την θεμελίωση του κόσμου βασιλεία».
12. Πραγματικά προς αυτό απέβλεπε η από την αρχή σύστασις του κόσμου και προς αυτόν τον σκοπό απέβλεπε η επουράνια εκείνη και αρχαιότατη βουλή του Πατρός, κατά την οποία ο άγγελος της μεγάλης βουλής του Πατρός επεξεργάσθηκε τον ανθρωπο ως ζώο όχι μόνο κατ' εικόνα, αλλά και καθ' ομοίωσή του, για να δυνηθεί κάποτε να χωρέσει την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας, την μακαριότητα της θείας κληρονομιάς, την τελειότητα της ευλογίας του ανωτάτου Πατρός, για την οποία έγιναν όλα τα ορατά και τα αόρατα. Διότι δεν είπε "του αισθητού κόσμου", αλλά απροσδιορίστως «του κόσμου», τόσο του ουρανίου, όσο και του επιγείου. Όχι δε μόνο αυτός, αλλά και η θεία και απόρρητη κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, όλα τα μυστήρια, γι' αυτόν τον σκοπό ερρυθμίσθηκαν προνοητικώς και πανσόφως, ώστε αυτός που θα φανεί πιστός στα παρόντα ν' ακούσει από τον Σωτήρα· «εύγε, δούλε αγαθέ, αφού εφάνηκες πιστός στα ολίγα, θα σε ορίσω οικονόμο σε πολλά· είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου». Έλθετε λοιπόν, λέγει, όσοι εχρησιμοποιήσατε κατά την γνώμη μου τον επίγειο και φθαρτό και πρόσκαιρο κόσμο καλώς, κληρονομήσατε και τον επικείμενο και μόνιμο και επουράνιο κόσμο. Διότι «επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και μ' εποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζεύσατε, γυμνός και με ενδύσατε, ασθένησα και με επισκεφθήκατε, ήμουν στις φυλακές και ήλθατε προς εμένα».
13. Εδώ πρέπει να συζητηθεί για ποιο λόγο εμνημόνευσε μόνο την ελεημοσύνη και γι' αυτήν μόνο έδωσε εκείνη την ευλογία και την κληρονομία· και την βασιλεία. Αλλά δεν εμνημόνευσε μόνο αυτήν για όσους αντιλαμβάνονται τα ακουόμενα. Επειδή δηλαδή προηγουμένως εκάλεσε πρόβατα τους εργάτες της, με αυτόν τον χαρακτηρισμό επιβεβαίωσε τόσο την προς αυτόν ομοίωση και κάθε αρετή τους, όσο και ότι ήσαν έτοιμοι συνεχώς για το θάνατο υπέρ του καλού, όπως βέβαια και αυτός οδηγήθηκε ως πρόβατο για σφαγή και ως αμνός άφωνος εμπρός σ' αυτόν που τον κουρεύει, κατά το γεγραμμένον.
14. Αφού λοιπόν τέτοιοι είναι και αυτοί, εγκωμιάζει ιδιαιτέρως την φιλανθρωπία· διότι πρέπει και αυτήν, ως δείγμα και καρπό της αγάπης, να την έχει σαν κεφαλή που υπέρκειται όλων των άλλων αρετών αυτός που πρόκειται να κληρονομήσει την αΐδια εκείνη βασιλεία. Αυτό το έδειξε ο Κύριος και με την παραβολή των δέκα παρθένων· διότι δεν εισάγονται στον θείο νυμφώνα όσες τύχουν, αλλά οι στολισμένες με παρθενία, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς άσκησι και εγκράτεια, καθώς και χωρίς πολλούς και ποικίλους για την αρετή αγώνες, προσέτι δε αυτές που κρατούν λαμπάδες στα χέρια, δηλαδή τον νου τους και την μέσα σ' αυτόν άγρυπνη γνώση, που επιβαίνει και στηρίζεται στο πρακτικό της ψυχής, το δηλούμενο με τα χέρια, και αφιερώνεται διά βίου στον Θεό και συνάπτεται με τις από αυτόν λάμψεις. Χρειάζεται όμως και άφθονο έλαιο, ώστε να διαρκεί το άναμμά τους. Έλαιο δε είναι η αγάπη, που είναι κορυφή των αρετών. "Όπως λοιπόν, αν θέσεις θεμέλια και οικοδομήσεις επάνω σ' αυτά τους τοίχους, δεν πρόσθεσεις δε την οροφή, τα αφήνεις όλα εκείνα άχρηστα, κατά τον ίδιο τρόπο, αν αποκτήσεις όλες τις αρετές, δεν προσαποκτήσεις δε την αγάπη, όλες εκείνες είναι άχρηστες και ανωφελείς· και η οροφή της οικίας όμως χωρίς τα στοιχεία που την συγκρατούν δεν μπορεί να οικοδομηθεί.
15. Και ο Κύριος λοιπόν προσφέρει την κληρονομία του σε όσους έχουν σφραγίσει τις άλλες αρετές δια των έργων της αγάπης και ανέβηκαν σ' αυτήν δια του ανεπιλήπτου βίου ή κατέφυγαν προς αυτήν διά μετανοίας. Από αυτούς εγώ τους μεν πρώτους καλώ υιούς, διότι είναι φύλακες μυστικής από τον Θεό αναγεννήσεως, τους δε δεύτερους μισθωτούς, διότι ξαναποκτούν την χάρη διά των πολυειδών ιδρώτων της μετανοίας και δια της ταπεινώσεως ως μισθόν.

16. Γι' αυτό, αφού προηγουμένους στα θεία ευαγγέλια εξήγησε πολυειδώς τα σχετικά με την κρίση, έπειτα εξέθεσε τα περί της αγάπης με την άποψη ότι τελειοποιεί ή επαναφέρει τις εκεί απαριθμούμενες αρετές. Αλλά οι δίκαιοι θ' αποκριθούν με τα λόγια· «Κύριε, πότε σε είδαμε να πείνας και σ' εθρέψαμε, ή να διψάς και σ' εποτίσαμε; Πότε σε είδαμε ξένο και σε συμμαζεύσαμε, ή γυμνόν και σε ενδύσαμε; Πότε σε είδαμε ασθενή ή στην φυλακή και σ' επισκεφθήκαμε;». Βλέπετε ότι οι από τα δεξιά καλούνται και δίκαιοι; Επομένως γι' αυτούς το έλεος προέρχεται από την δικαιοσύνη και είναι με δικαιοσύνη. Βλέπετε δε άλλην αρετή, την ταπείνωσι, να προσμαρτυρείται στους δικαίους από το πλήρωμα της αγάπης; Διότι ισχυρίζονται ότι είναι ανάξιοι της ανακηρύξεως και των επαίνων, σαν να μη έπραξαν κανένα αγαθόν, αυτοί που μαρτυρούνται ότι δεν άφησαν κανένα αγαθό άπρακτο.
17. Γι' αυτό, νομίζω, ο Κύριος αποκρίνεται σ' αυτούς με παρρησία, για ν' αναφανούν ότι είναι τέτοιας μορφής και ανυψωθούν με την ταπείνωσι και δικαίως εύρουν από αυτόν χάρη, την οποία ο Κύριος παρέχει αφθόνως στους ταπεινούς, «διότι ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρι», ο οποίος και τώρα λέγει προς αυτούς· «πραγματικά σας λέγω, εφ' όσον τα επράξατε σ' ένα από τους αδελφούς μου τους ελαχίστους, τα εκάματε σ' εμένα». Καλεί τον άλλο ελάχιστον για την πτωχεία και την ευτέλεια, αδελφόν δε, διότι και αυτός έτσι έζησε κατά σάρκα επί της γης.
18. Ακούσετε και ευφρανθείτε, όσοι είσθε πτωχοί και ενδεείς· διότι κατά τούτο είσθε αδελφοί του Θεού· κι αν είσθε πτωχοί και ευτελείς ακουσίως,καταστήσατε εκούσιο για τον εαυτό σας το αγαθό δια της υπομονής και της ευχαριστίας. Ακούσετε οι πλούσιοι και ποθήσετε την ευλογημένη πτωχεία, για να γίνετε κληρονόμοι και αδελφοί του Χριστού, γνησιώτεροι μάλιστα εκείνων που επτώχευσαν ακουσίως· διότι εκείνος επτώχευσε για μας εκουσίως. Ακούσετε και στενάξετε εσείς που περιφρονείτε τους αδελφούς σας, όταν υποφέρουν, μάλλον δε τους αδελφούς του Θεού, και δεν μεταδίδετε στους ενδεείς από όσα διαθέτετε άφθονα, τροφή, σκέπη, ενδυμασία, επιμέλεια κατάλληλη, και δεν προσφέρετε το περίσσευμά σας στο υστέρημα εκείνων. Μάλλον δε ας ακούσωμε και ας στενάξωμε, αφού κι εγώ ο ίδιος που σας λέγω αυτά, ελέγχομαι από την συνείδησί μου ότι δεν είμαι τελείως έξω από το πάθος· διότι, ενώ πολλοί ριγούν και στερούνται, εγώ είμαι γεμάτος και ενδεδυμένος. Πολύ δε περισσότερο άξιοι πένθους είναι αυτοί που έχουν και κατέχουν θησαυρούς περισσοτέρους από την καθημερινή ανάγκη ή και φροντίζουν να τους αυξήσουν· ενώ είναι προσταγμένοι ν' αγαπούν τον πλησίον σαν τους εαυτούς των, δεν τους θεωρούν ούτε σαν το χώμα. Διότι τι άλλο είναι ο χρυσός και ο άργυρος, που αγαπήσαμε περισσότερο από τους αδελφούς;
19 Αλλά ας επιστραφούμε, ας μετανοήσωμε και ας κοινωνήσωμε εξυπηρετώντας τις ανάγκες των ανάμεσά μας πτωχών αδελφών με όσα έχομε. Και αν δεν είμαστε διατεθειμένοι ν' αδειάσωμε θεοφιλώς όλα τα υπάρχοντα, τουλάχιστον να μη τα κατακρατήσωμε όλα για τους εαυτούς μας ασπλάγχνως· αλλά το μεν ένα ας το πράξωμε, γι' αυτό δε που θα παραλείψωμε, ας ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, και θα επιτύχωμε από αυτόν συγγνώμη, διότι η φιλανθρωπία του αναπληρώνει την έλλειψί μας, για να μη, ο μη γένοιτο, ακούσωμε την απαίσια φωνή· διότι, λέγει, «τότε θα ειπεί και στους από τα αριστερά· φεύγετε από έμενα οι καταραμένοι». Πόσο φοβερό είναι τούτο! Απομακρυνθείτε από τη ζωή, εκβληθείτε από την τρυφή, στερηθείτε το φως!
20.  Και δεν λέγει μόνο τούτο, αλλά προχωρεί· «φεύγετε από εμένα οι καταραμένοι, στο αιώνιο πυρ, το ετοιμασμένο για τον Διάβολο και τους αγγέλους του». Όπως δηλαδή οι από τα δεξιά θα έχουν ζωή, και μάλιστα με το παραπάνω, ζωή μεν αφού θα συνευρίσκωνται με τον Θεό, με το παραπάνω δε αφού θα είναι υιοί και κληρονόμοι της βασιλείας του, έτσι και οι από τα αριστερά, αποτυγχάνοντας ν' αποκτήσουν την αληθινή ζωή λόγω της απομακρύνσεως από τον Θεό, θα εύρουν και παραπάνω κακό, αφού θα έχουν συνταχθεί με τους δαίμονες και θα παραδοθούν στο κολαστικό πυρ.
21. Ποιού δε είδους είναι το πυρ εκείνο, το οποίο άπτεται και των σωμάτων και των λογικών σε σώματα όντων, και των ασωμάτων πνευμάτων, θλίβοντας και στενοχωρώντας τα παντοτινά, και δια του οποίου θα λειώσει και το δικό μας πυρ, κατά το γεγραμμένο, «τα καιόμενα στοιχεία θα λειώσουν»; Πόση προσθήκη φέρει στην οδύνη το ανέλπιδο της απολυτρώσεως; Διότι, λέγει, υπάρχει ποταμός, που παρασύρει το πυρ εκείνο, όπως φαίνεται, και το φέρει μακρύτερα από τον Θεό. Γι' αυτό δεν είπε "πορευθείτε", αλλά «πορεύεσθε από εμένα οι καταραμένοι»· διότι έχετε αφθόνως δεχθεί τις κατάρες από τους πτωχούς, και με όλο που υπέφεραν εκείνοι, εσείς πάντως είσθε άξιοι κατάρας. Λέγει δε προς αυτούς «πηγαίνετε στο πυρ το ετοιμασμένο» όχι για σας, αλλά για τον Διάβολο και τους αγγέλους του· διότι τούτο δεν είναι προηγούμενο δικό μου θέλημα, δεν σας έπλασα γι' αυτό, δεν ετοίμασα για σας την φωτιά. Το άσβεστο πυρ έχει αναφθεί για τους δαίμονες που έχουν αμετάβλητη την έξι της κακίας, με τους οποίους σας συνέδεσε η σύμφωνη μ' εκείνους αμετανόητη γνώμη. Είναι λοιπόν εθελοντική η συμβίωσις με τους πονηρούς αγγέλους. «Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε, ξένος ήμουν και δεν με συμμαζεύσατε, γυμνός και δεν με ενδύσατε, ασθενής και στη φυλακή ήμουν και δεν μ' επισκεφθήκατε». Όπως αδελφοί, η αγάπη και τα έργα της αγάπης είναι πλήρωμα των αρετών, έτσι το μίσος και τα έργα του μίσους, ο ασυμπαθής τρόπος, η ακοινώνητη γνώμη, είναι πλήρωμα της αμαρτίας. Και όπως τη φιλανθρωπία ακολουθούν και συνυπάρχουν με αυτήν οι αρετές, έτσι τη μισανθρωπία ακολουθούν οι κακίες· γι' αυτό και από αυτήν μόνο καταδικάζονται.
22. Θα ήθελα λοιπόν να ειπώ ότι δεν υπάρχει κανένα δείγμα μίσους μεγαλύτερο από το να προτιμούμε από τον αδελφό το άφθονο αργύριο· αλλά βλέπω την κακία να έχει εύρει και μεγαλύτερο δείγμα της μισανθρωπίας. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που όχι μόνο δεν ελεούν από όσα διαθέτουν πλουσίως, αλλά και σφετερίζονται τα ξένα. Ας συλλογισθούν λοιπόν από την απόφαση προς τους μη ελεήμονες, τι θα εύρουν αυτοί και τι θα πάθουν, και ποιας ακατανόητης και αφόρητης καταδίκης είναι άξιοι, ας αποστούν από την αδικία και ας εξιλεώσουν το θείο δια των έργων της μετανοίας. Εκείνοι δε θ' αποκριθούν τότε ως εξής· «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή φυλακισμένον, και δεν σε υπηρετήσαμε;».
23. Βλέπετε και αυτό το τελευταίο κακό, την υπερηφάνεια, συνεζευγμένη με τον ασυμπαθή τρόπο, όπως την ταπείνωσι με την συμπάθεια; Οι δίκαιοι εγκωμιαζόμενοι για την φιλανθρωπία τους ταπεινώνονται περισσότερο, δεν δικαιώνουν τους εαυτούς των. Οι υπερήφανοι, όταν κατηγορούνται για την ασπλαγχνία τους από τον αψευδή, δεν προσπίπτουν ταπεινωμένοι, αλλά αντιλέγουν και δικαιώνουν τους εαυτούς των. Γι' αυτό και θ' ακούσουν τα λόγια· «αληθινά σας λέγω, εφ' όσον δεν το επράξατε σ' ένα από αυτούς τους ελαχίστους, δεν το εκάματε ούτε σ' εμένα». Κι έτσι θα μεταβούν, λέγει, «αυτοί μεν σε αιώνια κόλασι, οι δε δίκαιοι σε αιώνια ζωή».
24. Ας ελεήσωμε λοιπόν τους εαυτούς μας, αδελφοί, δια του ελέους προς τους αδελφούς, ας αποκτήσωμε δια της συμπαθείας την συμπάθεια, ας ευεργετήσωμε για να ευεργετηθούμε. Η μεν ανταπόκρισις είναι ομοία, διότι πρόκειται για ευποιία και φιλανθρωπία, για αγάπη και έλεος και συμπάθεια· αλλά δεν είναι ίση κατά την αξία και το μέτρο της υπεροχής. Διότι εσύ μεν παρέχεις από όσα έχει ο άνθρωπος, και όσο μπορεί να ευεργετήσει ο άνθρωπος, παίρνεις δε σε ανταπόδοση από τους θείους και ακενώτους θησαυρούς εκατονταπλάσια και την αιώνια ζωή, και ευεργετείσαι από όσα και όσο μπορεί ο Θεός να ευεργετήσει, «πράγματα που οφθαλμός δεν είδε και ους δεν άκουσε και που δεν ανέβηκαν στην καρδιά του ανθρώπου».
25. Ας σπεύσωμε λοιπόν για να επιτύχωμε τον πλούτο της αγαθότητος, ας αγοράσωμε με ολίγα αργύρια αιώνια κληρονομία, ας φοβηθούμε τέλος την απόφαση εναντίον των ανοικτιρμόνων, για να μη κατακριθούμε από αυτήν εκεί· ας μη φοβηθούμε μη τυχόν γίνωμε πτωχοί, δίδοντας ελεημοσύνη, διότι θ' ακούσωμε από τον Χριστό, «έλθετε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την γη». Ας φοβηθούμε και ας κάμωμε το παν, για να μη φανούμε έξω από την αγάπη προς τον Θεό δια της ασπλαγχνίας· «διότι αυτός που δεν αγαπά τον αδελφό του, που τον είδε», λέγει ο ευαγγελιστής, «πώς θ' αγαπήσει τον Θεό που δεν τον είδε», αυτός δε που δεν αγαπά το Θεό πώς θα συνυπάρξει με αυτόν; Και αυτός που δεν συνυπάρχει με αυτόν θ' απομακρυνθεί από αυτόν· ο δε απομακρυνόμενος από αυτόν οπωσδήποτε θα πέσει στη γέεννα του πυρός.
26. Αλλά εμείς ας επιδείξωμε έργα αγάπης προς τους αδελφούς μας εν Χριστώ, ελεώντας τους πτωχούς, επιστρέφοντας τους πλανημένους, σε όποιαν πλάνη και πτώχεια και αν είναι, δικαιώνοντας τους αδικούμενους, δυναμώνοντας τους κατάκοιτους από ασθένεια, είτε πάσχουν τούτο δια των αισθητών εχθρών και νοσημάτων είτε δια των αοράτων πονηρών πνευμάτων και των παθών της ατιμίας, επισκεπτόμενοι τους εγκαθείρκτους στη φυλακή, αλλά και ανεχόμενοι αυτούς που μας κτυπούν, και χαρίζοντας ο ένας στον άλλο όποια μομφή έχει εναντίον του, όπως και ο Χριστός μας την εχάρισε. Και γενικώς ας επιδείξωμε την μεταξύ μας αγάπη με κάθε τρόπο και με κάθε έργο και λόγο, για να επιτύχωμε την από τον Θεό αγάπη και ευλογηθούμε από αυτόν και κληρονομήσωμε την επηγγελμένη σ' εμάς και για μας ουράνια και αιώνια βασιλεία από την θεμελίωση του κόσμου.
27. Αυτήν είθε ν' αποκτήσωμε όλοι εμείς, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου Ιησού Χριστού μαζί με τον οποίο πρέπει στον Πατέρα, καθώς και στο άγιο Πνεύμα, τιμή και δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.







Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Απόσπασμα από την Α' Ομιλία-Περί μετανοίας) ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ


     Ήταν δυό αδέλφια· τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
     Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
     Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου